Το Jojo Rabbit είναι η πιο σύγχρονη αποδόμηση του φανατισμού και του ναζισμού - κι έχει και μια υπέροχα διαφορετική Σκάρλετ Γιοχάνσον

70 χρόνια μετά, μπορούμε να αντιμετωπίζουμε το παρελθόν ως ένα ρεντίκολο.

Όταν μια παγκόσμια πληγή στη μνήμη είναι ακόμα νωπή, ο αναπόφευκτος δρόμος είναι αυτός της ωμής απεικόνισης, της καταγραφής χωρίς να προσθέσεις προσωπική ματιά ή να αφαιρέσεις αλήθεια.

Όταν αυτή η πληγή αρχίζει και απαλύνεται στο πέρασμα των πολλών δεκαετιών, τότε μπορούμε κάποια στιγμή να την ανακατέψουμε με λίγο χιούμορ, να την αποδομήσουμε αναδεικνύοντας την καθόλου σοβαρή πλευρά της. Στην περίπτωση του Ναζισμού δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει ποτέ σοβαρή πλευρά. 80 χρόνια μετά την ανάδυσή του, δεν είναι απλώς μια ξεφτιλισμένη ιδεολογία. Είναι σφόδρα γελοία, ένα ρεντίκολο.

Και δεν υπάρχει καλύτερος να αναλάβει αυτό το βάρος της αποτύπωσης του γελοίου στο σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά από τον Τάικα Γουατίτι. Ο Νεοζηλανδός είναι μια απίστευτα δροσερή ένεση για το σύγχρονο σινεμά κι έχει την απαραίτητη τρέλα για να μην κολλάει σε ιδεολογήματα και αναχρονιστικούς πομφόλυγες.

Είχε την ιδέα να γράψει το σενάριο για το Jojo Rabbit και γνώριζε πως αν η ταινία δεν ήταν καλή, θα ήταν πολύ πιθανό να δεχτεί έντονη κριτική για το ότι προσέγγισε με τέτοια “ελαφρότητα” ένα τόσο σημαντικό θέμα της Ιστορίας. Μόνο που, αν και ταινία με εύλογο χιούμορ, καμία ελαφρότητα δεν προσέδωσε. Αντιθέτως, βρήκε νέα σχήματα, νέα οχήματα για να οδηγηθεί στον εκμηδενισμό του τίποτα που υποδύθηκε για καιρό το κάτι.

Τοποθέτησε στο επίκεντρο της ιστορίας του ένα δεκάχρονο αγοράκι που είναι ένα από τα πολλά σφουγγάρια της ναζιστικής προπαγάνδας. Του έβαλε και τον Χίτλερ ως φανταστικό φίλο στο πλάι και μάνι μάνι, μόνο με αυτό το σχήμα είχε γκρεμίσει την ταράτσα της ναζιστικής-χιτλερικής περιόδου. Σε αυτή την ταράτσα η λογική ήταν ότι τόσοι άνθρωποι υπάκουαν πιστά κάποιον αόρατο ηγέτη, κάποιον που δεν είχαν δει. Τον ήξεραν μόνο μέσα από τις ιδέες που διέδιδε μέσω των πειθήνιων οργάνων του.

Ο μικρός Jojo καλείται στην πρώτη του μεγάλη δοκιμασία να σκοτώσει εν ψυχρώ ένα κουνέλι. Αδυνατεί. Τότε του κολλάνε το προσωνύμιο Rabbit. Η ζωή του σε εποχή Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και με το μίσος να κατακλύζει την Ευρώπη, μοιάζει σαν εκδρομή στην εξοχή. Έχει ελεύθερο χρόνο, τρέχει στις γειτονιές και χαιρετίζει τους πάντες με τον ναζιστικό χαιρετισμό, περνάει χρόνο στην εκπαίδευση με τον φίλο του και περιγράφουν τα ανδραγαθήματα που θα κάνουν, πάει βόλτες με τη μαμά του.

Κάποια στιγμή όμως, καθώς είναι μόνος στο σπίτι, βρίσκει ένα σημείο στον τοίχο στο δωμάτιο της αδερφής του που είχε πεθάνει, που είναι κούφιο. Το ανοίγει, προχωράει μέσα και στο βάθος βλέπει μια κοπέλα να τον κοιτάζει. Είναι μια Εβραία. Ακολουθεί μια σκηνή που θυμίζει κλασικά horror, με την οποία ο Γουατίτι θέλει να αποδώσει το πώς είχε φτιάξει η ναζιστική προπαγάνδα την εικόνα των Εβραίων στο μυαλό των ανθρώπων, χωρίς να μπορεί προφανώς να την επαληθεύσει.

Ο Jojo περνάει χρόνο μαζί της, ζωγραφίζει για εκείνη σε ένα βιβλίο εικόνες τερατόμορφων Εβραίων, όπως τις έχει στο μυαλό του, της στέλνει γράμματα υποδυόμενος τον φίλο της που πολεμάει στο Παρίσι και σιγά σιγά τα ιδεολογικά κάστα καταρρέουν.

Η οριστική τους κατάρρευση θα έρθει όταν, μετά την απώλεια της μητέρας του, θα ξεκινήσει το τέλος του πολέμου και η πορεία προς την πανωλεθρία του Χίτλερ. Τότε ο Jojo αντιλαμβάνεται τη σαθρότητα του ναζισμού πρωτίστως από τον φανταστικό φίλο του, τον Χίτλερ, και δευτερευόντως από την ξεπουλημένη ιδεολογία των στρατηγών όταν πια έχουν μπει στην πόλη οι Ρώσοι κι έχουν πιάσει τους πάντες αιχμαλώτους.

Έχοντας βάλει και ορισμένες σκηνές στις ενδιάμεσες σκηνές πλοκής, όπου οι χαρακτήρες απλώς χαιρετούν ακατάπαυστα με Heil Hitler, ο Γουατίτι προσφέρει μια απολύτως εύπεπτη, μα ουδόλως ασήμαντη μορφή στο τι ήταν τελικά αυτή η εποχή και τι είναι στο σήμερα. Τι θα έπρεπε να είναι, τουλάχιστον. Θα έπρεπε να είναι μόνο αποκύημα της φαντασίας και τίποτα περισσότερο. Αυτό να ήταν το πιο δοξασμένο της όριο. Είναι μια πολιτική ταινία το Jojo Rabbit, κι ας μην έχει το σχετικό περιτύλιγμα. Στην πράξη έχει όλα τα στοιχεία.

Απλώς ο Γουατίτι ανακατεύει το δράμα με τη χρονική απόσταση για να φτιάξει κωμωδία, κάτι που μπορούν να το επιβεβαιώσουν ως ορισμό όλοι οι stand up κωμικοί. Ξέρετε, πολλές φορές προσπαθούμε να υπεραναλύσουμε ένα έργο για να δικαιολογήσουμε την παρουσία μας και για να έχουμε να λέμε “είμαι κριτικός σινεμά, γράφω για ταινίες” και τα σχετικά.

Στην περίπτωση του Jojo δεν πρόκειται για υπερανάλυση. Είναι μια ρεαλιστική ματιά, όπως αντανακλάται στο δικό μας βλέμμα και συναίσθημα. Είναι επίσης ένα καλλιτεχνικά άρτιο έργο, κάτι που αποδεικνύεται από τα βραβεία σε Χρυσές Σφαίρες και Bafta, αλλά και από τις 6 υποψηφιότητες για Όσκαρ.

Κι αν για τον Γουατίτι ήδη αποφανθήκαμε πως αξίζει τέτοια επιτυχία η δημιουργία του, να κλείσουμε το κείμενο μιλώντας για τη Σκάρλετ Γιοχάνσον. Κι αυτή υποψήφια, εις διπλούν μάλιστα, με το Marriage Story να την έστειλε στο Ά Γυναικείο, και το Jojo στο Β΄. Οι ενδείξεις των βραβεύσεων δείχνουν πως θα ηττηθεί από τη Ζελβέγκερ στο ένα και από τη συμπρωταγωνίστρια της Λόρα Ντερν στο δεύτερο. Και στις δύο περιπτώσεις κρίνεται ως άδικο.

Στο Jojo ίσως να χαντακώνεται από την μικρή διάρκεια του ρόλου της, αλλά είναι ακριβώς στο πνεύμα του σεναρίου, αποδίδει αυτό που ζητάει ο Γουατίτι συν την δική της πινελιά. Είναι ιδιαίτερος ο τρόπος που εκφράζεται με το πρόσωπο της, σε βαθμό που θα μπορούσε να μην έχει λόγια και πάλι να είναι αξιομνημόνευτη η ερμηνεία της.

Κατόπιν όλων αυτών, μπορούμε να πούμε ότι το Jojo Rabbit είναι κάτι σαν τον Καλύτερο 6ο Παίκτη που βραβεύουν στο NBA. Μπορεί να έχει 5 ταινίες που είναι καλύτερες απ΄αυτό στην κούρσα της καλύτερης της χρονιάς, αλλά θα μπορούσε να είναι το καλύτερο underdog.