Η απάντηση του «υπερτιμημένου»: Ναι, αυτή η ταινία πρέπει να πάρει το Όσκαρ φέτος

20 χρόνια μετά το πρώτο του Όσκαρ, ήρθε η ώρα να πάρει και το δεύτερο...

Η αλήθεια είναι πως η έλευση του «1917» στις κινηματογραφικές αίθουσες δεν συνοδεύτηκε από πολύ μεγάλη φασαρία. Κάτι το γεγονός ότι το «Joker» είχε φροντίσει να προσγειωθεί με σαματά ανάμεσά μας, κάτι οι ατέρμονες συζητήσεις για το «Irishman» του Σκορτσέζε, κάτι το γεγονός ότι κόσμος και κοσμάκης εντυπωσιάστηκε μέχρι εκεί που δεν πήγαινε με τους ταξικούς συμβολισμούς του «Parasite», το πολεμικό δράμα του Σαμ Μέντες έσκασε λιγάκι διακριτικά και αθόρυβα στη φιλμογραφία του χειμώνα. Και δεν ήταν μόνο ο πληθωρισμός σημαντικών ταινιών για φέτος που το κατέστησε επικοινωνιακό κομπάρσο. Ήταν και η θεματολογία του.

Διότι, κακά τα ψέμματα, το είδος των πολεμικών ταινιών μοιάζει, στις συνειδήσεις πολλών κινηματογραφόφιλων, μια ξεπερασμένη κατηγορία ταινιών, ξεζουμισμένη. Δεν είναι τυχαίο πως όταν πρωτοέσκασε το trailer του «1917», οι περισσότεροι στάθηκαν στην αισθητική του ομοιότητα με την «Δουνκέρκη» (δεν είναι καν μυστικό άλλωστε ότι ο Μέντες κρυφοκοιτάει τα κινηματογραφικά κατορθώματα του Νόλαν…) και λιγότερο στην όποια πρωτοτυπία του περιεχομένου του. Πόσα να πεις άλλωστε εν έτη 2020 για τους δυο χιλιοσυζητημένους Παγκόσμιους Πολέμους του προηγούμενου αιώνα; Ό,τι σημαντικό υπήρξε για να ειπωθεί, έχει ήδη ειπωθεί. Θεωρητικά τουλάχιστον.

Και όμως: όσο και αν η δυτική υπεροψία μας δημιουργεί την πλάνη πως μπορούμε να αγνοήσουμε την συναισθηματική ένταση που δομικά παράγει η συνθήκη της φρίκης του πολέμου, η αλήθεια είναι πως αυτή η τελευταία, αν προκύψει μέσω μιας αφήγησης που μπορεί να οξύνει τα χαρακτηριστικά της (αντί αυτά να σχετικοποιούνται στο βωμό των κλισέ χολιγουντιανών παραγωγών), δεν θα απολέσει ποτέ τη δυναμική της. Το «1917», ένα πραγματικό κινηματογραφικό θαύμα αναφορικά με μια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή δυο άτυχων στρατιωτών μέσα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι η πιο εμφατική επιβεβαίωση περί αυτού.

Δεν είναι μόνο το -πολυσυζητημένο πλέον- μονόπλανο μέσα από το οποίο εξελίσσεται η πλοκή, που κάνει την ταινία μια αληθινή κινηματογραφική εμπειρία. Άλλωστε, το συγκεκριμένο μονόπλανο στην πραγματικότητα δεν είναι καν αληθινό. Η σωστή διατύπωση είναι πως το «1917» έχει γυριστεί με την αίσθηση ενός μονόπλανου. Όμως αυτό έχει ελάχιστη σημασία. Διότι στην πραγματικότητα, αυτή η απόφαση του Μέντες δεν είναι τεχνική αλλά αφηγηματική: το «1917» είναι συγκλονιστική ταινία διότι η ιστορία που αποτελεί την πλοκή της εξιστορείται με έναν συγκλονιστικό τρόπο.

Το φαινομενικό μονόπλανο ξεκινάει με τους δυο πρωταγωνιστές να αράζουν κάτω από ένα δέντρο και με φόντο ένα ονειρικό τοπίο πίσω τους. Καταλαβαίνεις ότι έχουμε να κάνουμε με δυο παιδιά που είναι στον πόλεμο αλλά η εικόνα βγάζει μια ξεγνοιασιά, μια ομορφιά. Αυτά τα ανάλαφρα συναισθήματα μεταλαμπαδεύονται στον θεατή καθώς η κάμερα μένει στο ίδιο ύψος με αυτά τα παιδιά και τα πρόσωπά τους, τα ακολουθεί διαρκώς με αποτέλεσμα να ταυτίζεσαι μαζί τους. Αλλά πολύ σύντομα, ο τρόπος κινηματογράφησης που σε κάνει να ταυτίζεσαι γυρίζει μπούμερανγκ: οι δυο πρωταγωνιστές στέλνονται σε μια αποστολή που ισοδυναμεί με αποστολή στην κόλαση, όσο η αγωνία αυξάνεται για αυτούς κατ΄αντιστοιχία αυξάνεται και για εσένα, η μονόπλανη αφήγηση δεν σε αφήνει να αναπνεύσεις, σχεδόν η καρδιά σου χτυπάει σε συντονισμό με την καρδιά των δυο πρωταγωνιστών.

Ο Σαμ Μέντες είναι ένας σκηνοθέτης που αργά και σταδιακά του κόλλησε η ταμπέλα του υπερτιμημένου. Το Όσκαρ για το «American Beauty» άλλωστε απέχει πλέον 20 χρόνια και στο μεσοδιάστημα ακόμα και οι καλύτερες ταινίες του απείχαν πολύ από το να χαρακτηριστούν αριστουργήματα. Όμως, με το «1917» παίρνει την κινηματογραφική του εκδίκηση. Έστω και με κάμποσα χρόνια καθυστέρησης αποδεικνύει πως υπάρχει ένα γνήσιο κινηματογραφικό όραμα μέσα του: εν τέλει, αν δεν πανηγυρίσει το δεύτερο Όσκαρ καλύτερης ταινίας της καριέρας του, θα έχουμε να κάνουμε με ένα μίνι σκάνδαλο.