Το κοινό τη λάτρεψε, οι κριτικοί την έθαψαν: Η ταινία-φαινόμενο που γυρίστηκε σε ένα βράδυ με μια λήψη

Μια ταινία που αποτελείται από ένα μεγάλης διάρκειας μονόπλανο χωρίς ίχνος ειδικών εφέ...

«Το σινεμά μοιάζει με τα εστιατόρια: όπως μπορείς να διαλέξεις να φας ανάμεσα σε μια τεράστια γκάμα φαγητών, μπορείς και να δεις όποιο είδος ταινίας θέλεις. Οι superhero ταινίες μοιάζουν με ένα λαχταριστό μπέργκερ.

Δεν έχω κανένα θέμα με τα μπέργκερ, τα λατρεύω αλλά δεν γίνεται να τρως μια ζωή μόνο μπέργκερ. Αν τα τρως κάθε μέρα κάποτε θα τα μισήσεις. Θες να φας και κάτι διαφορετικό. Με το “Victoria” προσπαθήσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Πολλές φορές με ρωτάνε ποιες ταινίες ήταν οι επιρροές μου για το “Victoria” και τότε καταλαβαίνω πως ο κόσμος δεν μπορεί να φανταστεί μια ταινία που έχει να πει κάτι πραγματικά καινούριο. Στην πραγματικότητα, η μοναδική μου επιρροή για το “Victoria” ήταν μια ληστεία τράπεζας, τίποτα άλλο».

Αυτά έλεγε ο Γερμανός σκηνοθέτης Σεμπάστιαν Σίπερ το 2015, λίγο αφότου η ταινία που είχε γυρίσει στο Βερολίνο και είχε ως τίτλο της ένα ισπανικό γυναικείο όνομα, είχε κάνει την κινηματογραφική της πρεμιέρα και άφηνε με ανοικτό το στόμα όσους την είχαν δει. Διότι μπορεί το «Victoria» να σνομπαρίστηκε από μια σειρά διεθνών φεστιβάλ, τα οποία το έκριναν ως φιγουρατζίδικο στην μορφή αλλά κενό στο περιεχόμενο, αλλά αυτό δεν υπήρξε εμπόδιο για να αφήσει με ανοικτό στόμα μπόλικους θεατές.

Η ιστορία ήταν σχετικά απλή: Η Βικτόρια, μια νεαρή Ισπανίδα που μετακόμισε πρόσφατα στο Βερολίνο, γνωρίζει σε ένα μπαρ μια παρέα τεσσάρων Γερμανών που θα την παρασύρουν σε μια επικίνδυνη νυχτερινή περιπέτεια. Στα 138 λεπτά που διαρκεί η ταινία, γινόμαστε μάρτυρες των περιπετειών αυτής της πεντάδας -με την Βικτόρια να παραμένει ο κεντρικός χαρακτήρας- και βλέπουμε τα αληθινά σκοτεινά κομμάτια της πόλης του Βερολίνου.

Ο ρυθμός είναι φρενήρης, τα γεγονότα διαδέχονται το ένα μετά το άλλο (με αποτέλεσμα η συνεχόμενη δράση να καμουφλάρει τις όποιες σεναριακές αδυναμίες) ενώ το στόρι καταφέρνει να βρει χώρο για να εμβαθύνει και στους χαρακτήρες. Όμως το πραγματικά εντυπωσιακό με το «Victoria» είναι πως είναι εξ’ ολοκλήρου γυρισμένο μέσω ενός μονόπλανου!

Πολλοί θα βιαστούν να πουν πως πρόκειται για μια κινηματογραφική αφήγηση, κοινή με το φετινό «1917» ή το «Birdman» που είχε βγει στις αίθουσες πριν μερικά χρόνια. Όμως, θα πρόκειται για μεγάλη παρεξήγηση: αυτές οι δυο ταινίες έχουν την ψευδαίσθηση του μονόπλανου αλλά για να επιτευχθεί αυτό από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο λεπτό τους έγινε χρήση μπόλικων ψηφιακών εφέ που εν τέλει «ξεγελάνε» το μάτι του θεατή.

Αντίθετα, αυτό δεν αφορά το «Victoria»: τα 138 λεπτά του αποτελούνται από ένα πραγματικό μονόπλανο, γυρισμένο με «παραδοσιακό» τρόπο και δίχως την παραμικρή χρήση ειδικών εφέ. Υπό αυτή την έννοια, είναι ένα αληθινό κινηματογραφικό θαύμα. Όχι με την κλισέ αλλά με ουσιαστική έννοια…

Για να πετύχει αυτό το κατόρθωμα ο Γερμανός σκηνοθέτης έπρεπε να καταφέρει να συντονίσει ολόκληρο το καστ του σε τέλειο βαθμό. Και για να πετύχει το ιδανικό μονόπλανο, έβαλε γύρισε τρεις φορές αυτή την τέλεια «χορογραφία». Από τις 25 Απριλίου του μέχρι και τις 27 Απριλίου του 2014, κάθε μέρα το μεγάλο ενιαίο γύρισμα ξεκινούσε στις 16:30 το μεσημέρι και ολοκληρωνόταν στις 19:00. Εν τέλει, ο Σίπερ επέλεξε το τρίτο, εκείνο που γυρίστηκε στις 27 Απριλίου.

Ενδεικτικό του πόσο πετυχημένη ήταν η προσπάθειά του είναι πως ελάχιστοι πίστεψαν πως πράγματι αυτό το μονόπλανο δεν έχει παραχθεί με την βοήθεια ειδικών εφέ. Και όμως: όταν ο ίδιος ο Σίπερ καλείται να περιγράψει την ταινία του, λέει με περηφάνια πως «δεν είναι μια ταινία για μια ληστεία, είναι μια ληστεία που κινηματογραφήθηκε».