Δεν είναι πιθανότατα μια από τις καλύτερες σειρές που θα έχεις δει. Δεν είναι πιθανότατα μια σειρά που αποτελεί κάτι τρομέρα πρωτότυπο στο είδος της. Δεν είναι μια σειρά που θα την θυμάσαι για καιρό και θα την αναπολείς.
Είναι όμως μια σειρά που καταπιάνεται με αυτό που μας έκανε να καταλάβουμε τι σημαίνει παιχνίδι. Το πρώτο παιχνίδι που παίζουμε είναι με μια μπάλα και από τις πρώτες μας αναμνήσεις είναι αυτό το κάτι σφαιρικό που μας διεγείρει και μας κινητοποιεί.
Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο γεννήθηκε στη Βρετανία και άρχισε να παίρνει σταδιακά τη μορφή με την οποία το μάθαμε και το θυμόμαστε στον αρχαιότερο θεσμό του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, το FA Cup.
Στο The English Game βλέπουμε μια ιστορική αναδρομή με τη μορφή μυθοπλασίας στο ξεκίνημα του επαγγελματικού αθλητισμού, τότε που ο Άρθουρ Κινέρντ, ο ρέκορντμαν συμμετοχών σε τελικό FA Cup, παρέα με μερικούς ακόμα πλούσιους φίλους του θέλησαν να φτιάξουν μια διοργάνωση για να παινεύονται για τις ικανότητες τους στο λάκτισμα της μπάλας.
Το ποδόσφαιρο όμως δεν γεννήθηκε για να γίνει ένα παιχνίδι της αριστοκρατίας. Γεννήθηκε για να προσφέρει παρηγοριά στις μάζες, για να μεγαλώνουν οι μικροί το ανάστημά τους και να νιώθουν ότι υπάρχει ένα πεδίο όπου μπορούν να είναι ίσοι με τους λεφτάδες και να μπορούν να τους κερδίσουν.
Η σειρά του Netflix μας μεταφέρει στο ξεκίνημα μιας επανάστασης. Μια επανάσταση που σε αντίθεση με τα προσδοκώμενα, οδήγησε εν ευθέτω χρόνω στον στραγγαλισμό του ρομαντισμού από το άθλημα. Κι είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις στην ιστορία του ανθρώπου που ο στραγγαλισμός προήλθε μέσα από την έννοια του δικαίου.
Η ομάδα των Old Etonians, η ομάδα του Κινέρντ, έχει όλες τις ανέσεις για να προπονηθεί και να παίξει ποδόσφαιρο. Η ομάδα της Ντάργουιν και όλου του εργατικού βορρά δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Οι ποδοσφαιριστές δουλεύουν σε εργοστάσια 6 ημέρες την εβδομάδα και με αυτή την κούραση καλούνται να παίξουν ποδόσφαιρο.
Ένας Σκωτσέζος, ο Φέργκους Σούτερ, είναι ο άνθρωπος που αλλάζει τον ρου των πραγμάτων και καταφέρνει να ενώσει τους δύο κόσμους, αυτόν των πλουσίων με τους απλούς εργάτες.
Σε αυτά τα 6 επεισόδια το The English Game, μίνι σειρά που μπορείς να βρεις στο Netflix, έχει αρκετά και εμφανή αδύνατα σημεία, όμως καταπιάνεται με ένα αντικείμενο που μας γοητεύει και το κάνει με εστίαση που επίσης μας γεννά πιο ανόθευτες αναμνήσεις. Σκηνές όπως αυτή που ο Κινέρντ και ο Σούτερ θυμούνται τους αγώνες ποδοσφαίρου στο σχολείο, όπου όλα έμοιαζαν να έχουν νόημα, είναι μια απ΄αυτά που σίγουρα μας αγγίζει.
Όλοι μας έχουμε να διηγηθούμε περιστατικά με γκολ που βάλαμε στο σχολείο και αποτέλεσαν για κάποιους το διαβατήριο για την παρέα με τους δημοφιλείς του σχολείου.
Για όλη την σχετική της ουδετερότητα, η σειρά μας αποζημιώνει με το τελευταίο της επεισόδιο. Εκεί όπου βλέπουμε την οριστική μεταστροφή του Κινέρντ, μα και τον τρόπο που η αριστοκρατική φατρία του αντιλαμβάνεται πως και οι εργάτες, αυτοί που θεωρούν άξεστους, έχουν ανάγκη να νιώσουν σπουδαίοι, έχουν ανάγκη να κερδίσουν, έχουν ανάγκη να βρουν μια διέξοδο ζωής.
Ένα επιπλέον στοιχείο που το English Game, αν και όχι τόσο συνταρακτικό ως προϊόν, διαρέει τον βαθύ συναισθηματικό κόσμο, είναι ακριβώς η αισθητική του πολύ παλιού, το οποίο εμείς αυτής της εποχής έχουμε τοποθετήσει μέσα μας, ατυχώς ή ορθά, ως κάτι ρομαντικό, άρα θετικο, άρα κάτι που δεν μπορεί να βρεθεί στο σήμερα.
Δεν είναι εύκολο στη σημερινή εποχή μυθοπλασίας να βρεθεί μια σειρά που να τελεί δύο σκοπούς: να σου δείχνει μέσα από τον δικό της σχετικά χαμηλό πήχη ποιο είναι τελικά το καλό και ποιο το αδιάφορο, αλλά και να μην απασχολείται καθόλου με τεχνικές αφήγησης και δομής. Είναι μια ιστορία βασισμένη σε ένα απώτερο παρελθόν, ποντάρει στο συναίσθημα και κερδίζει σίγουρα πολλά από την εποχή στην οποία κυκλοφόρησε. Ίσως σε μια περίοδο χωρίς καραντίνα και τόση δυσφορία γύρω μας, να περνούσε απαρατήρητη.
Ο καιρός είναι πάντοτε ένας παράγοντας που κρίνει πολλά και μπορεί να χαντακώσει τα μεγαλύτερα αριστουργήματα και να αποθεώσει μετριότητες ως πατάτες. Στη Βρετανία ειδικά, η ανάγκη επανασύνδεσης με το ιστορικό βίωμα μεγαλώνει καθημερινά τις τελευταίες ημέρες.
Το The English Game δεν χρήζει τέτοιων σκληρών χαρακτηρισμών πάντως. Είναι αυτό που είναι και η ερμηνεία του έρχεται ανάλογα με τη σύνδεση που έχει ο θεατής με το ποδόσφαιρο, μα και με την απώλεια της αίσθησης της διαφοράς που έχει ταξικά με τους ανθρώπους που καθορίζουν τη χαρά, τη λύπη, το βίωμα της μεγέθυνσης του εγώ του.