Freud: Η σειρά-απογοήτευση της χρονιάς μέχρι τώρα από το Netflix

Σχεδόν το ένα τρίτο του 2020 έφυγε και έτσι όπως πάει, να πάει και να μην ξανάρθει.

Καθώς συνεχίζουμε να πλέουμε σε αυτή την παγκόσμια παύση πολιτισμού, σε ένα σημείο όπου δεν κινείται τίποτα στην παραγωγική διαδικασία, εκ των πραγμάτων δεν υπάρχουν πολλά για τα οποία μπορεί να μιλήσει κανείς.

Είναι μια περίοδος όπου ενισχύεται η δυναμική της streaming παραγωγής, του Netflix, του Amazon, του Hulu, του Disney+ και του AppleTV. Και αυτή η περίοδος θα συνεχίσει να υπάρχει μέχρι και το φθινόπωρο, μιας και οι παραγωγές των νέων σειρών και των επόμενων σεζόν των ήδη γνωστών σειρών, έχουν πάει αρκετά πίσω.

Αυτό σημαίνει πως προμηνύεται ένα διάστημα κατά το οποίο κάποιες σειρές θα βρουν χώρο λάμψης, ενώ σε κανονικές συνθήκες δεν θα έβρισκαν. Αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι, καθώς η μεγαλύτερη λάμψη, συνίστα και περισσότερο έδαφος προς κριτική και ανάλυση.

Κάνουμε λοιπόν όλη αυτή την μεγάλη και εν μέρει κενή εισαγωγή, γιατί αποφεύγουμε όπως όπως να μιλήσουμε για το Freud. Η νέα σειρά του Netflix που κυκλοφόρησε πριν ένα μήνα περίπου, θα έβρισκε χώρο για τον θεατή ακόμα και σε μη καραντίνα. Δεν θα έμενε όμως για πολύ σε αυτόν τον χώρο.

Ξέρετε, όταν βλέπουμε μια σειρά ή μια ταινία, το αποτέλεσμα είναι ικανό να μας σβήσει κάθε άλλη σκέψη από το κεφάλι ή να μας γεννήσει μια σειρά από σκέψεις. Αν αυτές οι σκέψεις αφορούν τη θεματική της σειράς-ταινίας, τότε πάλι αυτό είναι προς όφελος της μυθοπλασίας. Αν όμως οι σκέψεις αφορούν τεχνικά ζητήματα, αυτό σημαίνει πως το εκάστοτε έργο άφησε όλα τα περιθώρια στον θεατή για να πάρει το βλέμμα και το μυαλό του από την ουσία.

Το Freud είναι μια τέτοια σειρά. Ενώ διαθέτει τα περισσότερα από τα φόντα για να διαπρέψει, έστω και σε χαμηλότερη κλίμακα από άλλες σειρές, αποτυγχάνει και απογοητεύσει. Απογοήτευση σημαίνει συνήθως πως υπήρχαν προσδοκίες που δεν δικαιώθηκαν. Στην περίπτωση του Freud η κεντρική ιδέα κανονικά δεν θα έπρεπε να δημιουργεί προσδοκίες, όμως κάτι το Netflix κάτι το ότι ζούμε στην εποχή που είμαστε καταναλωτές στο έπακρο και με άκρατη παθητικότητα πλέον, προκλήθηκε μια ίντριγκα και μια κάποια αναμονή.

Δεν είναι και ό,τι πιο φυσιολογικό να βλέπεις τον Σίγκμουντ Φρόιντ να μετατρέπεται σε έναν τύπο που ασχολείται με παραξένες δολοφονίες και μεταβαίνει στον κόσμο των παραισθήσεων ταυτόχρονα με τους ασθενείς του, ούτε ότι αποκαλύπτει μια πλεκτάνη που υπερβαίνει τον υλικό κόσμο. Πάνω κάτω αυτό είναι το κόνσεπτ της σειράς. Είναι ένα κόνσεπτ που αν πετύχει θα το κάνει θριαμβευτικά κι αν αποτύχει θα το κάνει με πάταγο.

Δυστυχώς για εμάς, το Freud έκατσε στο μαύρο, δηλαδή το μαύρο του το χάλι. Δεν δικαιολογεί με τίποτα κανενός βαθμού αναμονή και καταφέρνει με μεγάλη ευκολία να χάσει τον θεατή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην υπάρχει επιστροφή.

Ακόμα και τα 2-3 επεισόδια που είναι καλά, έρχονται σε σημείο που η ψυχοσύνθεση που έχει υφανθεί δεν βρίσκει κίνητρο για να χτίσει κάποια γέφυρα επαφής. Μέχρι το 4ο επεισόδιο, δηλαδή σχεδόν η μισή σεζόν, το Freud είναι σαν ένας σωρός από πράγματα, με τον θεατή να καλείται να τραβήξει σαν είδος τζένγκα, το πράγμα που βρίσκεται στη μέση. Άρα θα πρέπει να κρατήσει την ισορροπία των από πάνω και να σπρώχνει προς τα μέσα τα από κάτω καθώς τραβάει.

Κι ενώ φαίνεται κάπου στα μισά του 6ου επεισοδίου πως θα καταφέρει ο θεατής να μην ρίξει τα πάνω και τα κάτω, έρχεται το φινάλε του κύκλου και έχουν πέσει όλα στο πάτωμα, χωρίς καν να έχει προλάβει να πιάσει καλά το αντικείμενο που έψαχνε.

Φαντάζει κάπως τραβηγμένη μεταφορά, και είναι, κάτι που πιστώνεται αρνητικά στη σειρά. Ακόμα και το πάντοτε ενδιαφέρον ψυχαναλυτικό τοπίο της Κεντρικής Ευρώπης του 18ου-19ου αιώνα δεν στήνεται με ελκυστικό ή έστω λεπτομερή τρόπο, μήπως καταφέρει να καλύψει όλο το υπόλοιπο και προσφέρει μια ψευδαίσθηση στον θεατή. Και δεν είναι ότι δεν έχει την ευκαιρία. Μόνο και μόνο το storyline με την Φλερ που μαζί με τον Φρόυντ βυθίζονται στον κόσμο των εφιαλτών, θα μπορούσε να χτίσει κάτι ελκυστικό από ψυχαναλυτικής πλευράς. Αποτυγχάνει να το κάνει. Τουλάχιστον όχι σε βαθμό που να μένει.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να μπει στην κουβέντα της κριτικής και η απόσταση κουλτούρας που υπάρχει με την αυστριακή μυθοπλασία. Ενδεχομένως αν τα γερμανικά ήταν η μητρική μας γλώσσα, το Freud να μην καταλάμβανε τέτοια αδιάφορη κι ασχημάτιστη θέση μέσα μας. Το ίδιο θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει και για το Dark. Μόνο που το Dark είχε μια σειρά από δυναμικές που τοποθετούσαν στο περιθώριο τέτοια κολλήματα. Το Freud δεν μας οδηγεί σε ένα ξεπέρασμα αυτού του κενού.

Για να το πούμε πολύ πιο καθαρά: αν παρατηρείτε βαθμολογίες στο IMDB όταν ψάχνετε μια σειρά ή ταινία, θα σας έχει τύχει πολλές φορές να δείτε μια χαμηλή βαθμολογία που δεν επαληθεύτηκε με την εμπειρία σας. Όπως θα σας έχει τύχει και το ανάποδο. Στην περίπτωση του Freud συμβαίνει το ανάποδο…