Μοιάζει με τηλεοπτικό λαβύρινθο που όμοιό του δεν έχει ξαναδεί ο θεατής. Ακόμα κι αν η εσωτερική σου πυξίδα (λέγε με και imdb) λειτουργεί άψογα και την εμπιστεύεσαι όσο τίποτα άλλο σε τούτο τον όχι-και-τόσο-μάταιο κινηματογραφικό κόσμο, οι πιθανότητες να χαθείς είναι αρκετά αυξημένες.
Γιατί, βλέπεις, εδώ μιλάμε για το Netflix. Όσο κι αν πια τα τελευταία χρόνια ο Έλληνας, αλλά και ένα τεράστιο κομμάτι τηλεθεατών παγκοσμίως, έχει εξοικειωθεί με την πιο γνωστή πλατφόρμα στον πλανήτη, το να μπερδευτείς από την υπερπληθώρα προτάσεων είναι εξίσου εύκολο με το να βάλει να πιει ένα ποτήρι νερό ο Βασίλης Τσιάρτας.
Και, σύμφωνοι, μπορεί κατά τη διάρκεια της καραντίνας να μας δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση πως είδαμε τα πάντα, όμως δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αυτό: ψευδαίσθηση. Γιατί για κάθε ένα λαοπρόβλητο Casa de Papel, υπάρχουν κρυμμένα διαμαντάκια όπως το «Θαύμα στο κελί νο. 7», το οποίο το έχουν δει λιγότεροι κι απ’ όσους βλέπουν- στην προ κορωνοϊού εποχή- το Θύελλα Ραφήνας-Πανβεζουβιακός.
Τι είναι, όμως, το «Θαύμα στο κελί νο.7»·
Πρόκειται για μια τουρκική ταινία του 2019, η οποία είναι, κατ’ ουσίαν, remake της ομώνυμης κορεάτικης που προβλήθηκε 6 χρόνια πριν. Στην εκδοχή της γείτονος χώρας, ο Μέμο (εκπληκτικός στο ρόλο ο Αράς Μπουλούτ Ινεμλί, τον οποίον, αν είχατε καεί για ανεξήγητους λόγους με τον «Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή», ίσως και να γνωρίζετε) είναι ένας πατέρας με αυτισμό που μεγαλώνει την κόρη του, την Όβα, μαζί με τη γιαγιά της, καθώς η γυναίκα του έχει πεθάνει.
Η ζωή του, κάτι που βλέπουμε στο πρώτο μέρος της ταινίας, κυλάει ήρεμα και ευτυχισμένα, μέχρι που έρχεται ο αναμενόμενος ζοφερός εφιάλτης: ένα ατύχημα «δείχνει» τον Μέμο ως υπαίτιο για το θάνατο ενός κοριτσιού. Το «πρόβλημα», πέραν της τραγικής απώλειας της μικρής, είναι πως πρόκειται για την κόρη ενός αξιωματικού του τουρκικού στρατού.
Ο αξιωματικός κινεί τα νήματα και φροντίζει, με συνοπτικές διαδικασίες, ο Μέμο να καταδικαστεί και να σταλεί στο εκτελεστικό απόσπασμα (το στόρι εκτυλίσσεται χρονικά στο 1983, στις τελευταίες μέρες της δικτατορίας του Κινάν Εβρέν, όταν και η θανατική ποινή υπήρχε ακόμα).
Στη συνέχεια ο πρωταγωνιστής μεταφέρεται στις φυλακές, όπου και αρχικά αντιμετωπίζεται με απροκάλυπτη έχθρα από τους συγκρατούμενούς του, μιας και θεωρείται δεδομένο πως αυτός διέπραξε το αποτρόπαιο έγκλημα.
Όσο περνάνε οι μέρες, όμως, και πλησιάζει η ημερομηνία της εκτέλεσής του, ο Μέμο με το παιδικό μυαλό («Στην πραγματικότητα έχεις την ίδια ηλικία με τον πατέρα σου», θα πει σε μια εκπληκτική σκηνή η γιαγιά στην Όβα) και την «αβαθή» καρδιά θα καταφέρει να πείσει τους πάντες πως είναι αδύνατο να έχει σκοτώσει αυτός την κόρη του στρατιωτικού.
Επειδή από αυτό το σημείο και μετά αρχίζουμε να μπαίνουμε ολοένα και περισσότερο στην ατραπό που οδηγεί ευθεία στην αγκαλιά των spoilers, σταματάμε την εκτενή περίληψη της υπόθεσης.
Εκείνο που μετράει, και αξίζει να κρατήσει κανείς, είναι πως πρόκειται για ένα σπάνιο φιλμ στην ατελεύτητη… χαβούζα του Netflix, το οποίο στοχεύει στο σημείο ακριβώς πίσω από το στήθος μας.
Σίγουρα, υπάρχουν αρκετές σεναριακές και σκηνοθετικές ευκολίες και μερικά πράγματα είναι πιο τραβηγμένα κι από το πρόσωπο της Ντονατέλας Βερσάτσε, όμως είναι δύσκολο να μη «διαβάσει» κανείς τα αμιγώς πανανθρώπινα μηνύματα που περνάει, ιδίως για την εξαιρετικά δύσκολη περίοδο της Τουρκίας που πραγματεύεται το φιλμ (αν νιώσετε μια κάποια ταύτιση, από πλευράς… μαυρίλας, με την εποχή του κορωνοϊού, μέσα πέσατε).
Αν μέχρι το τέλος δεν έχετε κλάψει με το «Θαύμα στο κελί νο. 7», τότε δύο πράγματα συμβαίνουν: ή οι δακρυϊκοί σας πόροι είναι πιο κλειστοί κι από την Εγνατία Οδό σε φάση διαμαρτυρίας των αγροτών ή συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο.
Τι;
Μάλλον δεν έχετε καρδιά…