Το «Ευτυχία» είναι η απόδειξη πως ο ελληνικός κινηματογράφος έχει ακόμα ζωή

Σε μία περίοδο που η έβδομη τέχνη στην Ελλάδα φαίνεται να «εγκαταλείπεται» όλο και περισσότερο, το «Ευτυχία» του Άγγελου Φραντζή μας δείχνει ότι υπάρχει ακόμα κόσμος που έχει να δώσει κάτι παραπάνω στον ελληνικό κινηματογράφο.

Γράφει ο Μάριος Αγγελέτος

Κακά τα ψέματα, η πλειονότητα των ελληνικών ταινιών οι οποίες έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια, προέρχονται όλες από ένα κοινό «καλούπι». Μία κωμωδία η οποία περιέχει τουλάχιστον δέκα, μπορεί και παραπάνω πολλές φορές, γνωστά ονόματα της ελληνικής σόουμπιζ, όχι απαραίτητα ηθοποιούς.

Σενάριο και πλοκή με περισσότερα κενά και από… ελβετικό τυρί, ωστόσο σχεδόν όλες αυτές οι απόπειρες κρίνονται επιτυχημένες, με βάση τα εισιτήρια που «κόβει» η κάθε ταινία.

Υπάρχουν και κάποιες αξιόλογες παραγωγές τα τελευταία χρόνια, όπως το «Τελευταίο Σημείωμα», το «Έτερος Εγώ» και η «Μικρά Αγγλία», ταινίες ωστόσο οι οποίες δεν γνώρισαν την ίδια εισπρακτική επιτυχία όπως το «Safe Sex» ή το «Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο». Την στιγμή λοιπόν που πολλοί πίστεψαν ότι η «μάχη» είχε χαθεί για τον ελληνικό κινηματογράφο, το «Ευτυχία» ήρθε να διαψεύσει τους πάντες.

Η ταινία είναι βασισμένη στην πολυτάραχη ζωή της συνθέτριας Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, η οποία έμελλε να «ταράξει» με το έργο της και με τον χαρακτήρα της την ελληνική μουσική σκηνή της δεκαετίας του ’50.

Γεννημένη στο Αϊδίνιο το 1893 έζησε τις βαρβαρότητες και την σφαγή του 1919 από τους Τούρκους, μέχρι να καταφύγει λίγα χρόνια αργότερα με την μητέρα της και τις δύο τις κόρες στον Πειραιά, εκεί όπου βρήκε τον σύζυγο της, Κωστή Νικολαΐδη.

Θα περίμενε κανείς πως η Ευτυχία θα ήταν μία τυπική μικρασιάτισσα, η οποία θα πρόσεχε το σπίτι της, την οικογένεια της και τίποτα άλλο. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν ίσχυαν, ήταν μία γυναίκα από μία καπάτσα και από μία τελείως διαφορετική εποχή, κάτι που δεν μπορούσε να «αντέξει» η τότε συντηρητική ελληνική κοινωνία.

Παράτησε τον άντρα της, ανήκουστο για την εποχή και πήγε να γίνει ηθοποιός στα «μπουλούκια», μαζί με τον Νίκο Αλεξίου. Όταν πέρασε αυτό το στάδιο της ζωής της γνώρισε τον μοναδικό άντρα που αγάπησε ποτέ πραγματικά, τον Γιώργο Παπαγιαννόπουλο. Το βάρος για την Κάτια Γκουλιώνη ήταν μεγάλο, η οποία κλήθηκε να υποδυθεί την Ευτυχία σε μικρή ηλικία:

«Το σενάριο ήταν άμεσο και σου έδινε χώρο να αφεθείς, πέρασα διάφορα στάδια στην προσπάθεια να προσεγγίσω τον χαρακτήρα της. Είναι πιο δύσκολο όταν έχεις να κάνεις με έναν πραγματικό χαρακτήρα. Εκείνη κάπνιζε, έπαιζε χαρτιά και κυρίως έγραφε, ήθελα πολύ να εντάξω την κινησιολογία με τα χέρια της, όχι ως ένα σωματικό εύρημα, αλλά γιατί επιθυμούσα να κατανοήσω την ανάγκη της για επικοινωνία».

Η Γκουλιώνη και η Καραμπέτη χρειάστηκε να δουλέψουν πολλές ώρες μαζί, ώστε να μπορέσουν να υιοθετήσουν και τέλος να παρουσιάσουν τον χαρακτήρα της Παπαγιαννοπούλου. Εκείνη άργησε να κάνει την πρώτη της επαφή με την στιχουργία, άλλωστε για αυτό την αποκαλούσαν «Η Γριά του Ελληνικού Πενταγράμμου».

Από την γνωριμία και την «εκπαίδευση» με τον Βασίλη Τσιτσάνη, μέχρι τις συνεργασίες με τους Απόστολο Καλδάρα, Μανώλη Χιώτη και τον Μάνο Χατζιδάκι, η ίδια κατάφερε γρήγορα να εδραιωθεί ανάμεσα στους καλύτερους συνθέτες του ρεμπέτικου. Δεν την ένοιαζαν τα δικαιώματα των τραγουδιών της, εκείνη ήθελε να τα πουλάει αμέσως και να παίρνει τα λεφτά. Όλα αυτά για να «ταΐσει» το πάθος της, τον τζόγο.

Κάπου εκεί παίρνει την «σκυτάλη» η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, αυτή την φορά στο ρόλο της μεγαλύτερης Ευτυχίας. Χρειάστηκε να αρχίσει το κάπνισμα για να μπει στο πετσί του ρόλου, όπως και να μάθει πόκα και ζάρια. Από τον γάμο της με τον Παπαγιαννόπουλο, την φιλία της με τον Λουκά, μέχρι και τα βραδινά «ξεπορτίσματα» για να παίξει κρυφά χαρτιά, πλέον τα βάσανα αρχίζουν να διαδέχονται το ένα το άλλο την Ευτυχία.

Η μεγαλύτερη όμως δοκιμασία ήταν άλλη, μεγαλύτερος εχθρός της δεν ήταν ούτε το κάπνισμα, ούτε καν ο τζόγος, ήταν ο Μάρτης. Ο μήνας που έχασε την μάνα της, τον άντρα της και στο τέλος την κόρη της. Αυτό την οδήγησε ακόμα πιο βαθιά στον τζόγο, «Δεν τρώω φαΐ, λεφτά τρώω», είπε χαρακτηριστικά σε μία σκηνή. Όσο περνούσε ο καιρός εκείνη βυθιζόταν όλο και περισσότερο μέσα στους δαίμονες της, με την εγγονή της Ρέα, να είναι αυτή που την φρόντιζε μέχρι το τέλος.

Η μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας του Φραντζή και της Κατερίνας Μπέη, σεναριογράφου της ταινίας, ήταν η απόδειξη πως υπάρχουν ακόμα αρκετοί αξιόλογοι Έλληνες ηθοποιοί. Πέραν της Καραμπέτη, η οποία έχει γράψει την δική της ιστορία στο θέατρο, και τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, ο οποίος υποδύεται τον σύζυγο της Ευτυχίας, είδαμε και άλλους ηθοποιούς των οποίων οι ερμηνείες ήταν πιθανών από τις καλύτερες της καριέρας τους.

Ερμηνείες όπως αυτές των Λίλα Μπακλέση (Καίτη Νικολαΐδου), Θάνου Τοκάκη (Λουκά) και Ευαγγελίας Συριοπούλου (Μαίρη Νικολαΐδου), οι οποίοι «έφτιαξαν» το όνομα τους μέσα από κωμικούς ρόλους. Απόδειξη ακριβώς πως ο ελληνικός κινηματογράφος, όπως και το ελληνικό θέατρο, έχουν ακόμα αρκετούς ηθοποιούς που έχουν να προσφέρουν κάτι παραπάνω από «φθηνή» κωμωδία.

Βλέπεις προσωπικότητες εκείνης της εποχής να ζωντανεύουν μπροστά σου, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου και η Σωτηρία Μπέλλου. Κλείνεις τα μάτια, την ακούς να μιλάει και λες: «Δεν μπορεί, αυτή είναι!». Οι κινήσεις της, ο τρόπος που μιλάει και ο ιδιαίτερος αυτός χαρακτήρας της «Χαρτοπαίκτρας», όλα ζωντανεύουν ξαφνικά μπροστά σου. Όλα χάρη στο ταλέντο της Ματθίλδης Μαγγίρα. Από την άλλη η μαγκιά της Μπέλλου και το γεγονός πως ποτέ δεν την ένοιαζε τίποτα και κανένας, χάρη στο ταλέντο της Χρύσας Ρώπα.

Συνολικά το «Ευτυχία» μπορεί να βασίζεται στην ζωή της Παπαγιαννοπούλου, παράλληλα όμως σου εξιστορεί και την ίδια την ιστορία του ελληνικού πενταγράμμου. Τραγούδια τα οποία σίγουρα έχεις ακούσει όταν κάθεσαι με οικογένεια και φίλους, αλλά ποτέ δεν ήξερες ποιος πραγματικά τα είχε γράψει.

Ξαφνικά καταλαβαίνεις πως η Ευτυχία είναι ένας δικός σου άνθρωπος, κάποιος τον οποίο έχεις βάλει στο σπίτι σου εδώ και χρόνια, χωρίς να τον ξέρεις.