Snowpiercer: Είναι δυνατόν να έχει τόσο χαμηλή βαθμολογία στο IMDB αυτή η σειρά;

Είναι από τις περιπτώσεις που αναρωτιέσαι μήπως είσαι εσύ ο χαζός της υπόθεσης και δεν βλέπεις κάτι που άλλοι το βλέπουν.

Όταν το 2013 ο Μπονγκ Τζουν-Χο έφτιαχνε την ταινία Snowpiercer, ίσως να μην περίμενε πως θα γίνει ένα μέτρο σύγκρισης, ένα πολύ σημαντικό pop culture reference της εποχής.

7 χρόνια μετά βλέπει για πρώτη φορά ταινία του να περνά στην αμερικανική βιομηχανία με τη μορφή σειράς κι ενώ ήδη έχουν ξεκινήσει διεργασίες για να συμβει το ίδιο και με τα Παράσιτα.

Η σειρά Snowpiercer του TNT είναι αναμφίβολα μία από τις πιο αναμενόμενες αυτής της παράξενης χρονιάς και η πρόσληψη που είχε τελικά μια μεγάλη μερίδα του κοινού, μας ξάφνιασε αρκετά.

Πολλές φορές δεν γίνεται να ξεκινάς ως θεατής να δεις κάτι έχοντας συγκεκριμένες απαιτήσεις. Το Snowpiercer ως σειρά θα ήταν αδύνατο να μπορέσει να έχει την ίδια ποιότητα με την ταινία. Όχι το ίδιο μέγεθος ποιότητας, αλλά την ίδια ποιότητα. Θα ήταν και λάθος να επιδιώξουν κάτι τέτοιο οι δημιουργοί του.

Καθώς στις ΗΠΑ έχουν παιχτεί περισσότερα επεισόδια και κρίνουν βάσει ενός μεγαλύτερου δείγματος, θα επιχειρήσω να σταχυολογήσω κάποιες σκέψεις σχετικά με τη σειρά ως προς τα 2 πρώτα επεισόδια που είναι διαθέσιμα στο Netflix.

Την τελευταία 5ετία έχουμε δει κι έχουμε δει πολλές κακές σειρές, πολλές σειρές που έπαιρναν τεράστιο credit χωρίς να δικαιολογείται από πουθενά. Πιο σπάνια ήταν η περίπτωση να δούμε μια αρκετά καλή σειρά να χαντακώνεται τόσο. Γιατί περί χαντακώματος πρόκειται σύμφωνα με τις βαθμολογίες σε IMDB, Rotten Tomatoes και άλλα.

Ειδικά στο πρώτο, ο μέσος όρος 6.1 είναι στα όρια του απαράδεκτου. Υπάρχουν σαφώς στοιχεία που μπορεί σε κάποιους να μην αρέσουν, είναι αναμενόμενο να γίνεται μια σύγκριση με την ταινία, αλλά μια τέτοια βαθμολογία σε σειρά τη σήμερον ημέρα είναι πρακτικά σαν να είσαι κάτω από τη βάση. Δεν γίνεται για παράδειγμα να έχει το  Lucifer πάνω από 8 βαθμολογία και το Snowpiercer  να είναι στο 6.1 Δεν υπάρχει καμία διακριτή διαφορά ανάμεσα στην ποιότητα των δύο. Το πρώτο όμως έχει την ατυχία να φέρει ένα βαρύγδουπο όνομα.

Η σειρά επικεντρώνεται γύρω από τον Λέιτον, έναν άντρα που ζει στην Ουρά του τρένου και λιμοκτονεί μαζί με όλους, ζει σε κακές συνθήκες, είναι στην κοινωνική κάστα των πληβείων με  λίγα λόγια. Καθώς στην κανονική του ζωή ήταν ντετέκτιβ στο Ανθρωποκτονιών, του εμφανίζεται μια χρυσή ευκαιρία να ικανοποιήσει τον μεγάλο ηγέτη κ. Γουίλφορντ και να διεκδικήσει κάτι καλύτερο για τον εαυτό του. Κι ενώ θα μπορούσε να το κάνει αυτό, οι διεκδικήσεις του αφορούν συνολικά τα άτομα της Ουράς.

Την ίδια στιγμή όσο προχωράει κανείς στα βαγόνια βλέπει μια άνοδο από την επιβίωση στην νορμάλ ζωή κι από κει στην απόλυτη καλοπέραση. Διαχωρισμοί που έχουν εξ αρχής οριστεί από το μοντέλο κοινωνίας και διαχείρισης του κ. Γουίλφορντ, ιδιοκτήτη του τρένου.

Αυτό που όμως συμβαίνει στη σειρά σε αντίθεση με την ταινία, ίσως να είναι και ακόμα πιο σημαντικό, ακόμα πιο ευφυές ως επιλογή. Γιατί στο τέλος κιόλας του πρώτου επεισοδίου, βλέπουμε ότι ο Γουίλφορντ είναι γυναίκα και δη η γυναίκα που μιλάει από τα μεγάφωνα και παρουσιάζεται ως το δεξί του χέρι, ως ο άνθρωπος ακριβώς από κάτω του στην ιεραρχία.

Η Μέλανι Καβίλ (Τζένιφερ Κόνελι) έχει μηχανευτεί αυτή την απόκρυψη ταυτότητας και στην ουσία έχει δημιουργήσει έναν αόρατο παντοκράτορα στο τρένο Snowpiercer. Οι 3.000 άνθρωποι που ζουν για τα 7 αυτά χρόνια στο τρένο, έχουν στο μυαλό τους έναν φοβιστικό άνθρωπο που δεν έχουν δει ποτέ και δεν θα τον δουν. Γιατί τον έχουν δει χωρίς καν να το γνωρίζουν.

Απ΄αυτό και μόνο το χαρακτηριστικό η σειρά έχει την δική της διαφοροποίηση, η οποία δεν συνιστά επ΄ουδενί πτώση στην πλοκή. Σίγουρα η Κόνελι δεν μπορεί να αγγίξει την ερμηνεία της Σουίντον, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μειώνει την Κόνελι. Είναι κάτι που λέει πολλά για το ταλέντο της Σουίντον και δεν έχει σχέση με την κρίση της σειράς.

Την ίδια στιγμή τοποθετεί τον Λέιτον σε αυτή τη θέση που καλείται να διαλευκάνει μια δολοφονία, όχι σε λογική Άγκαθα Κρίστι και Εγκλήματος στο Όριεντ Εξπρές, αλλά γιατί ο δολοφονημένος ήξερε πράγματα που θα μπορούσαν να διακινδυνεύσουν την τάξη στο τρένο εις βάρος της Μέλανι “Γουίλφορντ”.

Στα πρώτα δύο επεισόδια βλέπουμε επίσης δυνατές εικόνες στη σκηνή της εξέγερσης και μετά στην καρατόμηση του χεριού μιας Ουραγού, βλέπουμε την επαφή του Λέιτον με τη γυναίκα του Ζάρα που τον άφησε για να προχωρήσει στα μπροστινά βαγόνια, στον Νυχτερινό, βλέπουμε και τις εξωγενείς καιρικές δυσκολίες που συναντά το τρένο, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια απώλεια. Γενικώς είναι δύο επεισόδια που κινούνται σε ρυθμό προς το γρήγορο, με πολύ ελάχιστα σημεία να μπορούν να κριθούν ως κουραστικά.

Ακόμα κι αν κάποιος τελικά δεν πειστεί απόλυτα με το όλο εγχείρημα, θεωρώ παράδοξο και ακραίο να φτάσει στο σημείο να μιλήσει για μια κακοστημένη σειρά, που απέχει τόσο πολύ από την ταινία. Κι εδώ ίσως να βγάζουμε βιαστικό συμπέρασμα από δύο μόλις επεισόδια, αλλά είναι σχεδόν σοκαριστική η απόκλιση από την αίσθηση που μας άφησαν μέχρι την εκτίμηση του κοινού όπως αποτυπώνεται στο IMDB.

Μπορεί στην πορεία να αποδειχθεί όντως αυτό που του προσάπτουν σχεδόν όλοι, ότι δηλαδή τα 10 επεισόδια τραβάνε υπερβολικά, αλλά σίγουρα αυτό δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει σε τέτοια καταβαράθρωση.