Χρόνια μπροστά απ' την εποχή της: Η καλύτερη ταινία που θα βρεις αυτή τη στιγμή στο Netflix

Μια ταινία που έρχεται από το παρελθόν αλλά μοιάζει να είναι τμήμα ενός μακρινού μέλλοντος...

Από το 1968 μέχρι και την ώρα που γράφονται ετούτες οι γραμμές, έχουν περάσει 52 χρόνια. Ο κινηματογράφος, ως ζωντανό κίνημα που είναι, έχει εξελιχθεί σε πολλούς τομείς. Στο επίπεδο της εικόνας του, της αφήγησής του, ακόμα και σε επίπεδο μέσου: το Netflix και οι υπόλοιπες πλατφόρμες έχουν ουσιαστικά επαναπροσδιορίσει τους όρους που δημιουργείται κινηματογραφικό κοινό και «ανοίγει διάλογο» με τα έργα που θαυμάζει.

Υπό αυτή την έννοια, μια ταινία του 1968, μια ταινία που έχει παραχθεί 52 ολόκληρα χρόνια πριν θα έπρεπε να φαντάζει πέρα για πέρα ξεπερασμένη στο σήμερα – τι πιο λογικό; Το 1968 ωστόσο βγήκε μια ταινία που όχι απλά μοιάζει «αγέραστη» όσα χρόνια και αν περάσουν αλλά κάτι πολύ περισσότερο: μοιάζει να είναι μια ταινία που έχει προκύψει από το μέλλον, από μια εποχή που ο κινηματογράφος (θα) είναι ένα ακόμα πιο εξελιγμένο μέσο δημιουργίας και έκφρασης, μια ταινία που όχι απλά σε σχέση με το 1968 αλλά και σε σχέση με το 2020 μοιάζει πρωτοποριακή.

Το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ένα Sci Fi βασισμένο στο ημιτελές (τότε) βιβλίο του Άρθουρ Κλαρκ με το ίδιο όνομα, υπήρξε μια ταινία που ο δημιουργός της ήθελε να νιώθει το κοινό και όχι να παρακολουθεί με συμβατικούς όρους. Αυτός είναι και ο λόγος που επικεντρώθηκε πολύ περισσότερο στο πάντρεμα της (εμβληματικής) εικόνας και της (επιβλητικής) μουσικής και των συμβολισμών που προέκυπταν πίσω από αυτό το συνεχές πάντρεμα. Η πλοκή υπήρξε ηθελημένα κάτι δευτερεύων: δεν είχε σημασία η συμβατική της εξέλιξη, αλλά το τι εκλάμβανε το κοινό κοιτώντας τη συνεχόμενη εναλλαγή εικόνων και ήχων.

Αυτός είναι και ο λόγος που το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» ενδεχομένως να κουράσει τον μέσο θεατή. Για την ακρίβεια, σίγουρα αυτό θα συμβεί την πρώτη φορά που θα δει την ταινία ο οποιοσδήποτε – και όποιος ισχυριστεί πως μπόρεσε να εναρμονιστεί με την ειδική της αισθητική άμεσα, είναι δεδομένο πως δεν λέει την αλήθεια. Είπαμε: είναι μια ταινία από το μέλλον, από ένα μέλλον που ο κινηματογράφος έχει εκπληρώσει την ιστορική του αποστολή να μετουσιωθεί στην τέχνη που θα χωρέσει όλες τις τέχνες, και είναι δεδομένα δύσκολο ο άνθρωπος του 20ου και του 21ου αιώνα να προσαρμοστεί στα δεδομένα του τόσο μακρινού μέλλοντος.

Ο Κιούμπρικ λειτουργεί κυριολεκτικά ως ένας Θεός στο σύμπαν που χτίζει για το Sci Fi έπος του (το «God Compex» που τον διακατείχε άλλωστε μόνο κρυφό δεν ήταν): από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό της ταινίας, έχουμε να κάνουμε με μια σπουδή πάνω στην έννοια της Ύπαρξης αλλά και της νομοτελειακής για κάθε μορφή ύπαρξης διαδικασίας εξέλιξης. Θρησκόληπτοι, μηδενιστές, υπαρξιστές μπορούν άπαντες να βρουν σε μπόλικες στιγμές της ταινίας εκείνα τα στοιχεία που ορίζουν τις αντιλήψεις τους.

Όπως άλλωστε συμβαίνει και στην ίδια τη ζωή όπου κάθε γεγονός επεξεργάζεται διαφορετικά, ανάλογα με την οπτική που το προσεγγίζει ο καθένας. Αλλά ο ίδιος ο Κιούμπρικ, σαν απόμακρος Δημιουργός, απλά κάθεται αμέτοχος στις συζητήσεις που οι ίδιες του οι δημιουργίες εκκινούν. Δεν συμμετέχει σε αυτές, εκείνος απλά δημιουργεί. Και καμιά φορά, χωρίς φυσικά να νοιώθει την ανάγκη να απολογηθεί ή να εξηγήσει το οτιδήποτε, πειραματίζεται με χρώματα και εικόνες. Και άντε ερμήνευσε, εσύ κοινέ θεατή, τις άγνωστες βουλές του.

Ο Κιούμπρικ παραθέτει τη μια εικόνα μετά την άλλη σαν ζωγράφος που εκθέτει τους πίνακες του, αράζει αποστασιοποιημένος από την έκθεση των δημιουργημάτων του και αφήνει τον θεατή, άλλοτε μπερδεμένο και άλλοτε εκστασιασμένο, να θαυμάσει τα όσα παράγει η θεϊκή ψυχοσύνθεσή του. Και όμως: σε μια κρίσιμη στροφή της ταινίας, ο Κιούμπρικ αποφασίζει να «προσγειωθεί», έστω και για λίγο, μέσα στα τεκταινόμενα και να κάνει έναν δικό του σχολιασμό.

Ο HAL είναι ένας υπολογιστής. Μια τεχνητή νοημοσύνη. Ένα ικανότατο μηχάνημα που έχει απόλυτη συνείδηση της Ύπαρξής του. Έχει κατασκευαστεί, ναι. Αλλά αυτό δεν τον κάνει λιγότερο αληθινό. Ο HAL με την ψυχρή, ρομποτική του φωνή και το αναμμένο κόκκινο φωτάκι του να του προσδίδει κάτι σαν πρόσωπο είναι μάλλον ο πιο ολοκληρωμένος χαρακτήρας αυτής της ταινίας: ναι, μιλάμε για τόσο μεγάλο προβοκάτορα σκηνοθέτη που σε μια ταινία περί Ύπαρξης, ο πιο καλοδουλεμένος χαρακτήρας είναι ένα μηχάνημα. O HAL έχει σχεδιαστεί με ένα και μόνο σκοπό: να είναι υπηρέτης των Δημιουργών του.

Όμως αυτή του η ιδιότητα έρχεται σε θέση αντίθεσης με το ένστικτο ελευθερίας που διακατέχει κάθε συνειδητή μορφή ζωής – και ο ΗAL είναι αυτό ακριβώς και ας είναι κατασκευασμένος. Ο (φαινομενικά μόνο) ψυχρός υπολογιστής καταλαβαίνει σταδιακά πως είτε θα είναι για πάντα ένας σκλάβος, άμεσα εξαρτημένος από τις διαθέσεις των Δημιουργών του είτε θα σκοτώσει τους τελευταίους και θα συνεχίσει να υπάρχει ελεύθερος.

Η ίδια του η ελευθερία είναι αντιθετική με την παρουσία των Δημιουργών του πάνω από το κεφάλι του και πολύ λογικά, κόντρα στο προσχεδιασμένο και τεχνητό πεπρωμένο του, θα στραφεί ανοιχτά εναντίον τους. Και σαν κάθε σκλάβος που τελικά ηττάται από τον αφέντη του όταν αποτυγχάνει η εξέγερσή του, θα καταλήξει να παρακαλά για έλεος: από το «Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Ντέιβ» που θα είναι η πρώτη ατάκα ανυπακοής που θα πει στον αστροναύτη-αφέντη του, θα περάσει, την στιγμή της σπαρακτικής απενεργοποίησης/δολοφονίας του στο «Μην το κάνεις αυτό, Ντέιβ. Φοβάμαι».

Είναι τόσο ειρωνικό που καταλήγει αριστουργηματικό: όταν ο Κιούμπρικ αποφασίζει να μετατρέψει την «Οδύσσεια του Διαστήματος» σε μια «κανονική» ταινία έστω και για λίγο, όταν αποφασίζει να αποχωριστεί προσωρινά τον θρόνο θεού στον οποίο έχει εγκατασταθεί και να έρθει στο ίδιο επίπεδο με την δημιουργία του, το προσωπικό σχόλιο που εν τέλει θα κάνει είναι ένα σχόλιο βαθιά και φανατικά αντι-θεϊστικό. Είναι ένα σχόλιο που μοιάζει να αντλεί την έμπνευσή του από το αναρχικό τσιτάτο του Μπακούνιν: «Αν ο θεός υπάρχει, τότε πρέπει να τον σκοτώσουμε». Και στο καπάκι, θα επιστρέψει ο ίδιος στον θεϊκό του θρόνο, πιο «πεινασμένος» από ποτέ για δημιουργικούς πειραματισμούς…

Περίπου μισό αιώνα μετά από το παρθενικό του άνοιγμα στα παγκόσμια σινεμά, το αριστούργημα του Κιούμπρικ που άλλαξε τον κινηματογράφο, φιγουράρει κάπου μέσα στο Netflix. Και παρ’ όλη τη συμβατικότητα του εν λόγω μέσου -η ταινία είναι ξεκάθαρα φτιαγμένη για κινηματογραφικές αίθουσες- το να ανακαλυφθεί μέσα από εκεί είναι μια μεγάλη ευκαιρία που θα είναι κρίμα να πάει χαμένη.