Αριστούργημα με φινάλε-ξενέρωμα: Τα 10 περιττά λεπτά του τέλους που κατέστρεψαν μια πραγματική ταινιάρα

Μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία...

Η θρυλική τριλογία του Κρίστοφερ Νόλαν αναφορικά με τον Σκοτεινό Ιππότη είχε μόλις τελειώσει. Ο Βρετανός σκηνοθέτης είχε κατακτήσει ήδη το να αποτελεί είδηση η κυκλοφορία κάθε νέας ταινίας του, φαινόμενο που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι φήμες έλεγαν πως η επόμενη δημιουργία του θα αποτελεί ένα αληθινό έργο ζωής, πως θα ήταν πιο υπαρξιακό και μεγαλειώδες είχε γυρίσει ποτέ.

Το «Dark Knight Rises» άλλωστε ήταν κοινό μυστικό πως υπήρξε μια «συμβιβαστική» ταινία για τον Βρετανό (και αυτός είναι μάλλον και ο λόγος που πρόκειται για την πιο «αδούλευτη» δημιουργία του): ο ίδιος ήθελε μετά το δεύτερο κεφάλαιο του «Dark Knight Franchise» να κλείσει την ιστορία.

Γύρισε το «Inception» και στο καπάκι ήθελε να περάσει σε ακόμα πιο βαθιά νερά για τον χώρο του Sci-Fi. Και το σχέδιό του ήταν τόσο μεγάλο που για να εξασφαλίσει χρηματοδότηση αναγκάστηκε να συναινέσει στις απαιτήσεις των στούντιο για μια ακόμα Μπάτμαν ταινία.

Το πόσο μεγάλο ήταν το όραμά του έγινε κατανοητό από το πρώτο trailer: το «Interstellar» φαινόταν πως ήταν ένας απευθείας φόρος τιμής στο «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» και ο Νόλαν φαινόταν πως ήθελε να επιβεβαιώσει για τον εαυτό του τον τιμητικό τίτλο του «διαδόχου του Κιούμπρικ». Όταν τον Δεκέμβρη του 2014 τελικά κυκλοφόρησε η ταινία, η κινηματογραφική εμπειρία της θέασής της υπήρξε πρωτόγνωρη.

Ξέραμε φυσικά πως παρά τις αισθητικές ομοιότητες με τη θρυλική κιουμπρική «Οδύσσεια», σε επίπεδο περιεχομένου δεν θα υπήρχε σύγκριση. Όμως, κάθε λεπτό του «Interstellar» επιβεβαίωνε πως ο ξεχασμένος συνδυασμός του σκεπτόμενου σινεμά με την blocbuster αισθητική είχε βρει έναν επιφανή, αυτονόητο εκπρόσωπο στο πρόσωπο του Βρετανού auteur. Μέσα σε έναν υπέρμετρα στιλιζαρισμένο καμβά, μια σειρά φιλοσοφικών θεματικών στοιβάζονταν περίτεχνα στο έπος επιστημονικής φαντασίας του Νόλαν.

Η σκοτεινή μεγαλοπρέπεια του διαστήματος, η ασημαντότητα του ανθρώπου μπροστά στο εύρος του, οι αντιφάσεις ανάμεσα στην υπευθυνότητα και το ατομικό κυνήγι της ευτυχίας, η δύναμη της αγάπης (ναι ρε φλώροι! Η δύναμη της αγάπης!), ένας ανοιχτός διάλογος με ορισμένα «σκοτεινά» σημεία της κιουμπρικής σπαζοκεφαλιάς του 1968: το «Interstellar» ήταν ένας άθλος, ένα αληθινό κινηματογραφικό επίτευγμα. Και μετά, ήρθε το τελευταίο δεκάλεπτό του…

Δεν είναι ότι ξαφνικά η ταινία έχασε την μεγαλοπρέπειά της, ούτε φυσικά πως δεν συνεχίζει να έχει μια πολύ σημαντική θέση στο εμπορικό σινεμά των 10s. Όμως, το φινάλε της έμοιαζε να αναιρεί όλες τις απαιτήσεις που η ίδια είχε χτίσει. Έμοιαζε λες και έχει έρθει «φορετό», λες και η ταινία είχε ολοκληρωθεί και κάποιος αποφάσισε πως πρέπει να της δώσει ένα πιο εύπεπτο φινάλε, ένα happy end που θα έκανε τους θεατές να φύγουν χαμογελαστοί και όχι προβληματισμένοι από την αίθουσα.

Σε κάποια άλλη ταινία, αυτό το βιαστικό τέλος που ταυτόχρονα ήταν και αλλαγή πλεύσης σε επίπεδο ύφους, ίσως και να πετύχαινε. Όμως ένα κοινό που είχε «μαγευτεί» από αυτό που είχε χτίσει ο Νόλαν ήταν δεδομένο πως θα ξενερώσει με αυτό το φινάλε. Η κυρίαρχη αίσθηση πως αυτό το δεκάλεπτο του τέλους ήταν παράταιρο ήρθε να επιβεβαιωθεί από τους ιθύνοντες του σεναρίου: η ταινία ήταν προορισμένη να τελειώσει νωρίτερα, να κλείσει σε ένα άλλο, απείρως πιο σκοτεινό σημείο. Οι παραγωγοί ωστόσο ήθελαν κάτι πιο συμβατικό, πιο εμπορικό.

Και κάπως έτσι, μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία ήρθε σετ με το φινάλε του «Interstellar». Ένα εν δυνάμει απόλυτο αριστούργημα δεν κατάφερε να μείνει στην ιστορία όπως του αναλογούσε. Και κάπως έτσι έγινε και κατανοητό και το γιατί ο Νόλαν δεν θα γίνει ποτέ ο νέος Κιούμπρικ: ο τελευταίος δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να αποδεχθεί ένα στουντιακό καπέλωμα στις δικές του δημιουργίες…