Η φθινοπωρινή φαρέτρα του Netflix ως τώρα δε μας είχε απογοητεύσει. Μπορεί να μη μας ενθουσίαζε κάθε φορά, αλλά δεν είχε αγγίξει την απογοήτευση.
Το Haunting on the Bly Manor, το Queen’s Gambitt, το φρεσκότατο Blood of Zeus, ακόμα και το La Revolution, είναι σειρές που πατάνε στη βάση του αρκετά καλού και φτάνουν ως το βαθιά επιδραστικό και ουσίωδες.
Διόλου άδικα είχαν εκτοξευτεί οι προσδοκίες μας στο υψηλότερο σημείο όταν είδαμε το trailer για το Barbarians. Όσο κι αν δεν έχουμε συνηθίσει τόσο να βλέπουμε έργα εποχής γερμανικής παραγωγής και γλώσσας, τα κεντρικά στοιχεία αυτής της σειράς προμήνυαν πως θα βρεθεί ένα νέο Vikings, έστω και με πολύ μικρότερη διάρκεια ζωής.
Και πώς να γίνει αλλιώς όταν η υπόθεση της σειράς αφορούσε ένα ιστορικό γεγονός του Μεσαίωνα. Δεν ξέρω τι μπορεί να λέει αυτό για εμένα/εμάς ως θεατές, αλλά μας γοητεύει μυθοπλαστικά αυτή η βαρβαρότητα της εποχής και η πολεμοχαρής διάθεση. Ίσως να είναι κι αυτός ένας λόγος που τα πράγματα πάνε τόσο στραβά στον κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση, το trailer μας προϊδέαζε για μάχες ανάμεσα στη μεγαλύτερη αυτοκρατορία της ανθρωπότητας, την Ρωμαϊκή, και σε φυλές δυτικοευρωπαϊκών φύλων στην περιοχή της Γερμανίας. Κι όλες αυτές οι μάχες θα είχαν ως αποκορύφωμα τη μάχη στον Τευτοβούργιο Δρυμό τον 9ο αιώνα μ.Χ., που για τους ιστορικούς θεωρείται η μάχη που ανέκοψε την πορεία της Ρώμης και αποτέλεσε την αρχή για την παρακμή, τη διάσπαση και το τέλος πρώτα της Δυτικής και εν συνεχεία όλης της Αυτοκρατορίας.
Παρόλο που στα 6 επεισόδια του Barbarians υπήρχαν σκηνές με τη βαναυσότητα της εποχής και με όλα τα χαρακτηριστικά που ακολουθούσαν την έννοια της φυλής σε εκείνη την εποχή, μιας και τα γερμανικά φύλα δεν απείχαν πολύ σε δομή και λειτουργία από τους Βίκινγκς, το τελικό ζύγισμα βγαίνει λιποβαρές και μετά βίας μένει κάτι στον θεατή.
Η προβληματική ενδεχομένως να ξεκινάει από το ότι το μεγαλύτερο μέρος του καστ δεν είναι ηθοποιοί ρόλων, μα ηθοποιοί δράσης που γνωρίζουν καλύτερα την κίνηση του σώματος παρά τις εκφράσεις του προσώπου. Σε 6 επεισόδια όπου το σώμα χρησιμοποιείται εν τέλει ελάχιστα, καλούνται να ανταποκριθούν σε κάτι που είναι έξω από τα νερά τους και αυτό φαίνεται.
Ακόμα και οι πιο πρωταγωνιστικοί ρόλοι υπολείπονται σε πειστικότητα ερμηνείας, διακατέχονται επίσης από προσέγγιση του σύγχρονου γερμανικού σινεμά αλά Τόνι Έρντμαν, κάτι που σαφώς δεν ταιριάζει σε μια θεματική Μεσαίωνα και αυτοκρατοριών, με αποτέλεσμα να προκαλείται ξενέρα από κάτι τόσο χτυπητό. Είναι παράλληλα αρκετά αδιάφορη και η παρουσία των ηθοποιών στα σημεία που δεν έχουν φράσεις, εκεί όπου δεν υπάρχουν διαλογικά μέρη, είναι δηλαδή άτονοι στο εκφραστικό κομμάτι.
Αυτό το τελευταίο είναι τόσο κραυγαλέο που βρίσκει κανείς με ευκολία στιγμές όπου το Barbarians του τίτλου αναζητείται με… δυσκολία. Επιπλέον, δεν διαφεύγει από το μυαλό η μηδαμινή προσπάθεια να μην ξεπατικώσει το Vikings, αφού μέχρι κι εδώ έχουμε μια μετάβαση από τον άντρα «Ράγκναρ» που φαίνεται να διαθέτει ηγετική θέση στη γυναίκα «Λάγκερθα» που αρπάζει με την ικανότητα της στη μάχη και την αγριότητα της την ηγεσία, ενώ δεν εκλείπει και ο αντίστοιχος Ρόλο.
Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με διάφορες διάσπαρτες αστοχίες σε κομμάτια όπως το μακιγιάζ, έρχονται να συνθέσουν έναν αρκετά αδύναμο πυρήνα, ο οποίος δεν μπορεί να πάρει καμία βοήθεια από την «ξύλινη» τοποθέτηση της γερμανικής γλώσσας στο σενάριο. Κάτι που γίνεται πιο έντονο από την εξίσου άνευρη λατινική απόδοση, καθώς τα λατινικά θα έπρεπε να λειτουργήσουν εδώ ως αντίβαρο, μα εκστομίζονται μάλλον αδιάφορα.
Γι΄αυτό και καθίσταται άκρως επιεικές και γενναιόδωρο αυτό το 7.4 που θα δει κανείς για βαθμολογία στο IMDB. Αν έπρεπε να δώσω ένα στίγμα με αριθμό, τότε το 6.5 θα ήταν το ανώτερο, με την αίσθηση να βρίσκεται πιο κοντά στο 6 παρά στο 7, όσο αδόκιμο κι αν ακούγεται αυτό.