Δεν είναι κανένα Taboo. Ο Τομ Χάρντι είναι ο μπαμπάς μας!

Τη νέα σειρά του FX την περιμέναμε πως και πως. Το δίκτυο δεν μας έχει απογοητεύσει σχεδόν ποτέ, το καστ της σειράς επίσης. Και είναι καιρός να το βροντοφωνάξουμε: Τομ Χάρντι είσαι ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ!

Ναι, έχει ρίξει πολλή δουλειά. Ναι, έχει παλέψει για όσα έχει κατακτήσει, αλλά…Είναι από τους λίγους ηθοποιούς που συμφωνούμε όλοι ότι έχει ένα αξεπέραστο χάρισμα. Ένα στοιχείο που σε άλλους το πιο πιθανό είναι να μην το συγχωρούσαμε. Ο Τομ Χάρντι κινείται ως τώρα στην καριέρα του σε ρόλους παραπλήσιους στην προσωπικότητα. Ακόμα και στο Revenant που έχασε την μυική του μάζα, είχε αυτό το αλήτικο και το «μόλις υπέγραψες την καταδίκη σου» βλέμμα. Το Taboo, η νέα σειρά του FX, δεν αποτελεί εξαίρεση. Και γι΄αυτό μπορούμε να αναφωνήσουμε ότι άξιζε τις υψηλές προσδοκίες.

«Βλέπεις Τομ Χάρντι, είναι καλό» θα ήταν κάλλιστα ένα ενδεικτικό μότο για την σειρά. Εκτός του ότι ανήκει ήδη κάπου και θα κατηγορούνταν για plagiarism, δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια. Είναι σαφές ότι αν είσαι φαν των πιο γρήγορων σεκάνς, της πιο γοργής εξέλιξης, τότε το Taboo δίχως τον Hardy Boy δεν θα σε ξετρελάνει. Η παρουσία αυτού του απίστευτου τύπου πείθει και τους πιο δύσπιστους. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που δεν κρατήθηκα να γράψω για τη σειρά όταν φτάσει στο 4-5ο επεισόδιο που είθισται να είναι το μίνιμουμ επάρκειας για να εκφραστεί άποψη για μια σειρά.

Με ολίγη εσάνς Peaky Blinders, ο Τομ υποδύεται τον Τζέιμς Ντιλέινι, έναν άντρα που χάθηκε κάπου στην Αφρική και απουσίαζε για μια δεκαετία.

Όλοι τον είχαν για νεκρό. Εκείνος επέστρεψε και έχοντας μάθει πράγματα από τις φυλές «αγρίων», έχοντας συγκεντρώσει πολλά λεφτά, δείχνει τις διαθέσεις του για εκδίκηση. Στο διάστημα της απουσίας του συνέβησαν πολλά. Ο πατέρας του πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, τις οποίες ο ίδιος ερευνά. Η Βρετανία και το μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου υπακούει στην Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, που όταν ο Ντιλέινι εξαφανίστηκε αποτελούσε απλώς έναν κολοσσό του εμπορίου. Η Βρετανία και οι ΗΠΑ είναι σε μια κατάσταση ψυχρού πολέμου, εκτός των κανονικών συρράξεων μεταξύ των αυτοχθόνων της Βοστόνης και της Νέας Υόρκης με το Στέμμα. Η Ανατολική Ινδία έρχεται σε κρυφές συναντήσεις με Αμερικανούς εκπροσώπους για να διευθετήσουν την κατοχή, κυριαρχία και υψηλή κυριότητα ενός κτήματος στον Ειρηνικό.

Η περιοχή Νούτκα είναι ένα επίδικο και διαμφισβητούμενο έδαφος, που περιήλθε στην κατοχή του Οράτιου Ντιλέινι κι εκείνος το άφησε στον γιο του μέσω της διαθήκης του. Οι εκπρόσωποι της εταιρείας, προεξάρχοντος του Στιούαρτ Στρέιντζ (Τζόναθαν Πράις aka High Sparrow) επιχειρούν να το αγοράσουν. Ο Ντιλέινι διαβλέπει τις προθέσεις τους και συνεχίζει το δικό του πλάνο. Αυτό παραλληλίζεται με in extremis καταστάσεις και τον τοποθετούν στο στόχαστρο. Τόσο της Εταιρείας όσο και του Στέμματος. Κι όχι μόνο.

Με μεγάλο του ατού ότι έχει το χρήμα, άρα δεν θα υποταχθεί σε αυτό (και του ότι είναι ο Τομ Χάρντι προφανώς), κάνει την εκστρατεία του. Μαζεύει κόσμο, πληρώνει αδρά, ζητά από ανθρώπους που κινούνται στις σκιές να γίνουν τα μάτια του. Προκαλεί έναν παράξενο σεβασμό. Ανεξήγητο. Σίγουρα αδύνατο να τον περιβάλλουν λέξεις. Ίδιον ανθρώπων που απαρνήθηκαν την κραταιά αντίληψη περί ζωής.

Το modus vivendi δεν εμφορείται από δεκανίκια θεωριών όπως το «θέλω απλώς να ζήσω μια ήρεμη ζωή». Καμία ζωή δεν είναι ήρεμη. Ήρεμος είναι μόνο ο θάνατος. Αν θες να ζήσεις θα πρέπει να περιδινηθείς με την ιδέα ότι το σώμα και η ψυχή είναι σαρκοβόρα όντα.

Ο Τομ Χάρντι – που μαζί με τον πατέρα του Έντουαρντ είναι παραγωγοί του σόου – κάνει ένα μόνο πράγμα διαφορετικό σε σχέση με το παρελθόν του. Κλείνει μέτωπα αντί να ανοίγει. Αλλά κι αυτό το κάνει για να ανοίξει ένα μεγαλύτερο με συμμάχους. Καλυμμένος από την κλασσική αύρα του βικτοριανού Λονδίνου του 1814, ο Χάρντι στέκεται πολύ συχνά στο σκοτάδι. Αυτό είναι μια επιλογή του σκηνοθέτη Νάιχολμ που επιδέχεται δύο εξηγήσεων. Η μία είναι ότι ο Ντιλέινι δεν θέλει να δείξει ούτε σταγόνα του σχεδίου του. Κυρίως όμως είναι μια συμπαραδήλωση για το παρελθόν του. Γι΄αυτή την δεκαετία που ο θεατής την κατατάσσει ως αόρατη. Σα να μην έγινε ποτέ. Το Taboo δίνει μόνο μια θολή ανάμνηση στο δεύτερο επεισόδιο, ένα φευγαλέο rennaisance στις κόρες των ματιών, και ένα deja vu κανιβαλισμού. Αυτή η επιλογή, το τελετουργικό της σειράς, δεν ξέρουμε αν θα ανατραπεί, αλλά είναι ένα hook eye για τον θεατή. Παρά το ότι μιλάμε για ένα χτίσιμο πλέγματος χαρακτήρων κι όχι μιας πορείας με συγκεκριμένη ταχύτητα, δεν συνειδητοποιείς άμεσα ότι το Taboo δεν σου δίνει τίποτα για τον αγνοούμενο Ντιλέινι.

Ουπς. Μήπως τελικά συναντάς έτσι το λόγο που επιλέχθηκε αυτός ο τίτλος;

Δες και το opening theme κάθε επεισοδίου, με τα σώματα να πλέουν στο νερό, τις αχτίδες του ήλιου να τα αγγίζουν μετά βίας και τη μουσική να θυμίζει κάτι από λούνα παρκ ή από την ηρεμία που φέρνει μια μελωδία κλεισμένη σε κουτί.