Όταν βλέπεις ότι σε μια ταινία η Γκλεν Κλόουζ και η Έιμι Άνταμς κατέχουν τους δύο κεντρικούς γυναικείους ρόλους, τότε δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι η ταινία διεκδικεί την κορυφή στις χειρότερες της χρονιάς. Ιδίως αυτής της χρονιάς.
Κάποιοι επιλέγουν να αντιμετωπίζουν το 2020 με τα κριτήρια περασμένων ετών και το Hillbilly Elegy τους προσέφερε, είναι η αλήθεια, την ευκαιρία να το κάνουν. Σε μια χρονιά κουτσουρεμένη όσο δεν πάει σε επίπεδο νέων ταινιών, το πιο εύκολο πράγμα είναι να αποκαλέσεις κάποια την χειρότερη ή την καλύτερη. Ο ανταγωνισμός δεν είναι ιδιαίτερος και δύσκολα μπορεί κάποιος να αντικρούσει τον ισχυρισμό χωρίς να επιστρατεύει την πλήρη υποκειμενικότητα.
Είναι πολύ πιθανόν πάντως το Hillbilly Elegy, ταινία που σκηνοθετεί ο Ρον Χάουαρντ και βασίζεται στην αυτοβιογραφία του Τζ. Ντ. Βανς, να αδικείται από τις προσδοκίες που καλλιεργεί ένα καστ με δύο βαρβάτα γυναικεία ονόματα, αλλά και το στόρι που είναι σχεδόν κόπια του Boyhood.
Μπορεί η Ελεγεία του Βουνίσιου Χωριάτη να μην γυρίστηκε σε βάθος 12ετίας όπως το αριστούργημα του Λινκλέιτερ, έχει εν τούτοις πλείστα όσα στοιχεία που ομοιάζουν στο Boyhood. Από το ότι ο πυρήνας είναι το coming of age ενός αγοριού μέχρι τη στιγμή που σπάει τα δεσμά από τη μάνα του και απογαλακτίζεται, οι δύο ταινίες πατούν τα πόδια τους στα ίδια χνάρια.
Όλο το υπόλοιπο όμως φέρνει τη διαφοροποίηση. Εδώ παρατηρούμε μια ιστορία με ένα κάποιο κλείσιμο κι όχι με ένα κενό, όπως στο Boyhood. Εκεί ο 18χρονος πρωταγωνιστής άνοιγε τα φτερά του για μια ζωή σε ένα κολλέγιο σε άλλη πολιτεία και η αυλαία έπεφτε. Στο Hillbilly Elegy βλέπουμε τον Βανς στο τελικό στάδιο των σπουδών του, όπου ψάχνει μια δουλειά για να μπορέσει να πληρώσει τα δίδακτρα του τελευταίου έτους, ενώ είναι σε μια σοβαρή σχέση που οδηγεί στο γάμο.
Κυρίως όμως ο Βανς δεν έχει να αντιπαρέλθει τους φυσιολογικούς καβγάδες και τον χωρισμό των γονιών του. Έχει να αντιπαρέλθει μια μονογονεϊκή οικογένεια, με τη μητέρα του να είναι εθισμένη στις ουσίες, τη γιαγιά του να είναι φουλ συντηρητική και τις διαρκείς βιαιοπραγίες από συντοπίτες κοντά στην ηλικία του, αλλά και από τη μάνα του.
Αυτή είναι και η αξία της ιστορίας σύμφωνα με τον συγγραφέα της. Όσα πέτυχε δεν είναι κάτι το εξεζητημένο. Έκανε οικογένεια, έχει μια σταθερή δουλειά, έχει ένα πτυχίο, ως εκεί. Το γεγονός όμως πως αυτά τα κατάφερε αφήνοντας πίσω του τους περιορισμούς, οικονομικούς και πνευματικούς, που έχει η ζωή σε μια μικρή κοινωνία στους λόφους του Οχάιο, αποτελεί τον δικό του άθλο στην πορεία προς την ενηλικίωση.
Θα ήταν άτοπο να υποστηρίξω ότι το Hillbilly Elegy είναι ισάξιο ή καλύτερο του Boyhood. Όχι. Είναι στην καλύτερη μια μέτρια απομίμησή του σε πολλά κομμάτια, αφηγηματικά και πιο τεχνικά. Ακόμα και η μουσική επένδυση σε κάποιες σκηνές προκαλεί συνειρμούς. Δεν γινόταν διαφορετικά πάντως, αφού ο τίτλος είναι άκρως αντιπροσωπευτικός.
Ο Βανς θέλησε να κάνει μια ελεγεία αυτού του είδους ζωής που βίωσε και απευθύνεται με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που περιγράφει, στον μέσο Αμερικάνο. Hillbilly ή Redneck. Απλώς το κάνει από την προνομιακή θέση ενός λευκού, κάτι που 15 χρόνια πριν ενδεχομένως να συγκινούσε. Τώρα δεν προβλέπεται σε μια εποχή που έχουν αλλάξει οπτικές και αντιλήψεις.
Καλώς ή κακώς το σινεμά είναι και timing και κοινωνικός αφουγκρασμός της εκάστοτε εποχής στην οποία η ταινία επιλέγει να συνομιλήσει με τον θεατή. Άρα δεν γίνεται να μην συμπεριληφθούν στην αντίληψη της ταινίας στοιχεία περίγυρου έξω από το σινεμά.
Όλα τα παραπάνω πάντως δεν δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό «η χειρότερη της χρονιάς» που επέλεξαν κάποιοι κριτικοί σε μέσα όπως το Vanity Fair κλπ.
Ο κεντρικός ρόλος είναι σχετικά άνοστος και άοσμος ως τοποθέτηση στην ιστορία. Ακόμα και η Χέιλι Μπένετ που μιλάει πολύ λιγότερο στην ταινία ως αδερφή του Βανς, πιο αισθητή κάνει την παρουσία της. Είναι κι άδικο βέβαια να κρίνεται έτσι ο Γκάμπριελ Μπάσο, όταν Γκλεν Κλόουζ και Έιμι Άνταμς αποδίδουν με ακρίβεια τους χαρακτήρες της γιαγιάς και της μαμάς αντίστοιχα.
Αυτό που αποτελεί το πρόβλημα στις δύο αυτές ερμηνείες, είναι ότι απομακρύνονται σχετικά από τις περιγραφές στο best seller του Βανς και ακολουθείται μια πιο ταιριαστή στο σενάριο και την κινηματογραφική αφήγηση πορεία. Ήσσονος σημασίας παρατήρηση σε κάθε περίπτωση.
Αν κάτι είναι τόσο τρανταχτά λάθος στην ταινία, αυτό αφορά σίγουρα στην διάρκεια της που αγγίζει τις 2 ώρες και σε ορισμένες μεταβάσεις σκηνών από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή.
Είναι αυτά στοιχεία που κάνουν μια ταινία τόσο κακή όσο την αποκαλούν και τη βαθμολογούν; Κατ΄εμέ όχι. Είναι στοιχεία που της στερούν κάτι παραπάνω από το 6.5-7, μα επ΄ουδενί δεν την ξαποστέλνουν στο 5.