Καθώς η τέχνη είναι κάτι που δεν υπόκειται σε σταθερές και δεν αποτελεί μια ομαδοποίηση, αλλά ξεχωρίζει τους ανθρώπους ανάλογα με το συναίσθημα που νιώθουν, είναι σημαντικό να το έχουμε στο νου μας πάντα όταν καταπιανόμαστε με αυτήν.
Ακόμα και η ταύτιση με τον εκάστοτε καλλιτέχνη δεν είναι δεδομένη ούτε και αναγκαία. Άπειρες οι φορές που οι δέκτες ερμήνευσαν ένα έργο με τρόπο που ο δημιουργός του δεν το είχε σκεφτεί και του φώτισαν μια νέα πλευρά.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία εφαρμόζονται απόλυτα στην ταινία Uncle Frank που κυκλοφόρησε στο Amazon Prime την Ημέρα των Ευχαριστιών.
Δεν είναι μια ιστορία πολυπλοκότητας ή ενδόμυχης αναζήτησης του τι αισθάνεται ο πρωταγωνιστής. Είναι όλα δοσμένα. Ο Φρανκ είναι ένας γκέι άντρας στην Αμερική της δεκαετίας του ’60. Κι αν πρόκειται για μια δεκαετία που έχει ταυτιστεί με το Γούντστοκ και θεωρείται κομμάτι μιας απελευθέρωσης ψυχών, αυτό δεν ίσχυε παρά για λίγους και σίγουρα όχι στα μέρη που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Φρανκ, ούτε με τα μυαλά που κουβαλά κάθε μέλος της οικογένειας του.
Γι΄αυτό και γρήγορα αποκόπηκε από την οικογένεια και μόλις είδε ότι δεν είχαν σκοπό να τον αποδεχτούν, ιδίως ο πατέρας του, έφυγε και δεν ενέπλεξε ποτέ τη ζωή του μαζί τους. Μέχρι που ένα δείπνο Ευχαριστιών έγινε αιτία για να αναθεωρήσει κάποια πράγματα. Υποκινητής αυτής της συνθήκης η ανιψιά του Μπέτι που ήθελε να τη φωνάζουν Μπεθ.
«Δεν χρειάζεσαι την άδεια και την επιβεβαίωση κανενός για να είσαι αυτό που θες» της λέει ο Φρανκ και αν κάτι τέτοιο ισχύει σε κάτι τόσο απλό όπως η αλλαγή ενός ονόματος, δεν θα πρέπει να ισχύσει περισσότερο σε ζητήματα πολύ πιο σημαντικά για τη ζωή, όπως η υποστήριξη της σεξουαλικότητας του καθενός;
Ένας καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης θα βρεθεί σε θέση να θυμηθεί αυτή την αξία από μια 14χρονη κοπέλα με την οποία μέχρι πριν μερικά χρόνια είχαν ανταλλάξει μόνο την συγκεκριμένη συμβουλή.
Το Uncle Frank είναι μια ταινία που δεν απαιτεί πολλά από τον θεατή, δεν επενδύει σε αυξομειώσεις και κλιμάκωση κάποιου δράματος. Έχει τις στιγμές της φόρτισης, αλλά ο δημιουργός της Άλαν Μπολ δεν επιθυμεί να καλύψει με στοιχεία το μήνυμα που θέλει να μεταφέρει η ταινία του που προβλήθηκε πρώτη φορά στο Sundance τον περασμένο Ιανουάριο.
Κι όπως συμβαίνει αρκετά συχνά, είναι ένα θλιβερό γεγονός που φέρνει στην επιφάνεια όλα όσα αφέθηκαν στην τύχη τους και δεν έγιναν όπως επέβαλλε η ψυχική ανάγκη. Ο θάνατος του πατέρα του, γίνεται για τον Φρανκ μια επιταγή, μια συνάντηση με την υποχρέωση του να μη νιώθει πια αποκομμένος και ντροπή για το ότι είναι γκέι κι έχει μια σχέση με έναν άντρα. Η μικρή ανιψιά του γίνεται το όχημα και το ξυπνητήρι για να φτάσει στο σημείο της άνεσης με τις επιλογές της ζωής του.
Υπάρχει ένα στοιχείο που δεν λαμβάνεται συχνά υπ΄όψιν, αλλά αποτελεί όλη την ουσία για την απλότητα της σύνδεσης της ταινίας με τον θεατή. Είναι η χρονική τοποθέτηση. Η ίδια ιστορία αν τοποθετείτο 30 και 40 χρόνια μετά, θα είχε μεν νόημα, μα θα ήταν αναγκασμένη να βυθιστεί σε άλυτα συμπλέγματα και ψυχικούς γόρδιους δεσμούς. Έτσι γίνεται με ταινίες που πατάνε πάνω σε κοινωνικά ζητήματα.
Άλλωστε, ο Μπολ έγραψε το σενάριο αντλώντας αρκετά στοιχεία από την δική του ζωή και οικογένεια, οπότε το σενάριο προδιαθέτει τον θεατή για μια ένωση της μυθοπλασίας με την αλήθεια της κοινωνικής πραγματικότητας. Κι όταν αυτή την πραγματικότητα ο θεατής την ζει στο τώρα, τα πράγματα περιπλέκονται.
Αντίθετα, ο θεατής λογικά δεν έχει καμία βιωματική ιδέα για το 1960 και το 1970, έχει μόνο μια πληροφόρηση κι αυτό εγκαθιστά πιο στέρεα την αληθοφάνεια-αλήθεια της ταινίας.
Σίγουρα το Uncle Frank δεν είναι από τις ταινίες που θα μείνουν ανεξίτηλες. Μεταφέρει όμως ένα αισιόδοξο μήνυμα μέσα από το σκοτάδι και αυτό είναι κάτι που το χρειάζεται ο μέσος θεατής αυτή την περίοδο. Κάπως έτσι έρχεται να δέσει αυτό που λέγαμε στον πρόλογο.
Η στιγμή, το timing ενός έργου τέχνης διαμορφώνει και διαφορετικά την αίσθηση και το σχήμα του, ακόμα και για τον ίδιο δέκτη. Άλλη αίσθηση θα έχεις αν τη δεις τώρα και άλλη αν το επιλέξεις σε ένα χρόνο, ενώ εντελώς αλλιώς θα βρει η ταινία κάποιον άλλο άνθρωπο σε αυτή την εποχή.