Mank: Ο Ντέιβιντ Φίντσερ έκανε μια ταινιάρα άλλης εποχής

Δεν θα ήταν υπερβολή να το αποκαλέσουμε «παρασκηνιακό Citizen Kane».

Είναι κάποιες ταινίες που διαβάζοντας την υπόθεση τους, δεν μπορείς να καταλάβεις πολλά για το τι θα δεις και δεν μπορείς και να βρεις το πώς θα διαχειριστεί αυτή την ιστορία ο σκηνοθέτης.

Είναι κι αυτές όμως που η υπόθεση τους κάνει αδύνατο για τον σκηνοθέτη να ακολουθήσει κάποια άλλη διαδρομή.

Το Mank είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ταινίας, μιας και τοποθετείται και στις δύο κατηγορίες που αναφέρθηκαν, μα περισσότερο στην δεύτερη. Αυτό βέβαια κρίνεται μόνο από το αποτέλεσμα και δεν αποτελεί κάποια προοικονομία ή πρόβλεψη.

Η αλήθεια είναι ότι έχουμε δει μόνο πρόσφατα αρκετές ταινίες και σειρές που γυρίστηκαν με στόχο να δείξουν τι συμβαίνει στο Χόλιγουντ στην εποχή που όλα ήταν πρωτόγνωρα και αναδεικνύονταν αστέρες άλλου διαμετρήματος. Πιο ενδεικτική περίπτωση είναι η σειρά με Τζέσικα Λανγκ και Σούζαν Σαράντον, το Feud, που κινήθηκε με μια – όσο το δυνατόν για σειρά – πιστότητα σε τεχνικές και καταστάσεις της εποχής που διαδραματιζόταν η ιστορία.

Στο Mank μεταφερόμαστε χρονικά στην περίοδο λίγο πριν γίνει ταινία το Citizen Kane, με τον Χέρμαν Μανκεγουίτς, τον σεναριογράφο της ταινίας, να προσπαθεί να ανιχνεύσει την κατεύθυνση που παίρνει το Χόλιγουντ σε μια άκρως πολιτική περίοδο, σε μια εποχή που παρατηρείται μια αφύπνιση του κόσμου.

Με τον Γκάρι Όλντμαν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, βλέπουμε τον τρόπο που λειτουργούν τα μεγάλα κεφάλια των στούντιο παραγωγής, όπως οι Γκόλντουιν και Μέγιερ της MGM, εντοπίζουμε τους στόχους τους με την δημιουργία ταινιών, αλλά και την δράση τους σε επίπεδο lobbying. Οι επικεφαλής των στούντιο δεν φτιάχνουν ταινίες, καθορίζουν την πορεία της πολιτείας, της χώρας τους, παίρνουν θέση κυρίως συντηρητική και ζητούν από τους εργαζομένους τους να κάνουν το ίδιο. Όχι απλώς να πάρουν θέση, αλλά να στηρίξουν τη δική τους θέση. Κι αυτή η αλήθεια δεν είναι ίδιον μόνο της τότε εποχής.

Ο Φίντσερ παρουσιάζει τελικά την πορεία του Μανκεγουίτς προς το Όσκαρ Σεναρίου που μοιράστηκε με τον Όρσον Γουέλς, εστιάζοντας όσο το δυνατόν λιγότερο στη συγγραφή του σεναρίου. Έχει σίγουρα σκηνές μπόλικες που συζητείται η έκταση του και του συστήνει ο συνεργάτης του να το μειώσει, αλλά περισσότερο αποτυπώνεται μια άλλη Αμερική και ο πιο ανυπότακτος χαρακτήρας του «Μανκ», παρά μια ιστορία παρασκηνίου για το πώς έγινε αυτή η θρυλική ταινία με πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη τον απαιτητικό Γουέλς.

Σε περίπου 135 λεπτά βλέπουμε έναν αλκοολικό Μανκ που μέσα στη ζάλη του ποτού και την υποταγή του σε αυτό το πάθος, είναι τόσο διαυγής και τόσο ευφυής ώστε να πει τα πράγματα με τον τρόπο που είναι κι όχι με υποδόρειους σκοπούς, όπως οι υπόλοιποι συνομιλητές του που μιλούν στο κάτω κάτω τη γλώσσα της μπίζνας, του χρήματος.

Το Mank δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί τόσο καλή ταινία, όσο είναι, αν δεν είχε υπάρξει το παρελθόν. Τι εννοώ; Ότι είναι φτιαγμένη με τρόπο που θα μπορούσε να συναρπάσει το κοινό μιας εποχής 30-40 χρόνια πίσω. Δεν είναι εύκολο για τον σύγχρονο θεατή που δεν άντεξε π.χ. το Irishman των 210 λεπτών, να παρακολουθήσει με πλήρη συνείδηση μια δύσκολη τεχνικά ταινία.

Το μιξάζ του ήχου, η γκρίζα εικόνα, η μη χρονική τοποθέτηση κάποιων σκηνών, η σχεδόν διαφορετική ιστορία που λέει κάθε σκηνή, είναι συνθήματα τέχνης, μα επ΄ουδενί ευκολοβρώσιμης, αν μου επιτρέπεται η λεξιπλασία.

Το ότι όμως υπάρχει ένα κοινό που έχει μπει στη διαδικασία να δει κάποτε τον Πολίτη Κέιν ή ακόμα ακόμα και πιο παλιές, βωβές ταινίες, έχει αφήσει ένα προπέτασμα ώστε το Mank να μην θεωρείται νοσταλγία ή άκαιρη προσπάθεια ενός σημαντικότατου δημιουργού, αλλά μια καλλιτεχνική έκφραση ενταγμένη σε πλαίσιο που το παλιακό περιτύλιγμα της δεν δυσχεραίνει τη θέαση, αλλά την ιντριγκάρει.

Ο Γκάρι Όλντμαν παίζει σαφώς τον ρόλο του με τρόπο που καθορίζει αυτή τη συνθήκη και είναι σαν να προσφέρει εκείνος όλα τα πατήματα στους υπόλοιπους ηθοποιούς, ώστε να γίνουν κι αυτοί μέρος αυτής της εποχής.

Αν μπορούσαμε να το πούμε πιο σχηματικά, το Mank είναι μια ταινία Τρίτης-Πέμπτης βράδυ και όχι μια ταινία ΠΣΚ με συνοδεία φαγητού.