Μήπως η πολυσυζητημένη «Ευτυχία» είναι λίγο υπερτιμημένη;

Η ταινία του Άγγελου Φραντζή είναι ξανά talk of the town αλλά είναι βέβαιο πως όλη αυτή η συζήτηση αντιστοιχεί στην αξία της;

Οι λάτρεις του ελληνικού σινεμά ένιωσαν μια πρωτόγνωρη χαρά στο άκουσμα της είδησης: η πρώτη πανελλαδική προβολή του «Ευτυχία», της ελληνικής ταινίας που έσπασε τα ταμεία πέρυσι, στάθηκε ικανή να νικήσει «παίκτες» πολύ πιο δυνατούς για τα μέτρα και τα σταθμά της ελληνικής τηλεόρασης. Αφενός δηλαδή, τον τελικό του «Big Brother» και αφετέρου τον τελικό του «The Bachelor», των δυο reality show δηλαδή που θεωρούσαν δεδομένο πως τίποτα δεν θα μπει τηλεοπτικά ανάμεσά τους στις δυο πρώτες θέσεις.

Πρόκειται φυσικά για την κεφαλαιοποίηση του μεγάλου θορύβου που έκανε πέρυσι η ταινία του Άγγελου Φραντζή στο σινεμά. Ενός δημιουργού που έπειτα από μια μεγάλη περιπλάνηση στα underground μονοπάτια της εγχώριας κινηματογραφικής σκηνής μεταπήδησε στο εμπορικότερο επίπεδό της και σε αντίθεση με άλλες ακριβές ελληνόφωνες παραγωγές αντίστοιχου επιπέδου που δεν φημιζόντουσαν για το βάθος του περιεχομένου τους, κατάφερε να συνδυάσει εμπορικότητα και ποιότητα μαζί. Τόσο άψογη ισορροπία είναι δεδομένο πως θα έφερνε περιέργεια στο κοινό.

Και κάπως έτσι, η κινηματογραφική μεταφορά της μεγάλης στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, γίνεται ξανά, έναν χρόνο μετά την προβολή της στα σινεμά, το απόλυτο talk of the town. Υπό μια έννοια, το αξίζει. Όπως άλλωστε έγραψαν πολλοί, στο ελληνικό σινεμά είχαμε συνηθίσει να ψάχνουμε στις φτηνές παραγωγές για διαμαντάκια. Αντίθετα, τα ελληνικά μπλοκμπάστερ ηγεμονευόντουσαν είτε από ελαφρά ερωτικά δράματα είτε από κωμωδίες χαμηλού επιπέδου. Καιρός ήταν να δούμε κάτι που να είναι και «ακριβό» και «ποιοτικό». Υπάρχει βέβαια και η άλλη οπτική…

Δεν είναι όλοι άλλωστε εκείνοι που είδαν την «Ευτυχία» και τρελάθηκαν. Για την ακρίβεια, ακόμα και αν κανείς αναγνωρίζει το μεράκι και την ικανότητα ισορροπιών του Φραντζή, η πολλή συζήτηση μοιάζει να έφερε σετ και μια εξιδανίκευση της ταινίας που «καμούφλαρε» ένα σωρό μειονεκτήματα της ταινίας. Μειονεκτήματα που υπό άλλες συνθήκες θα είχαν επισημανθεί από τις ντόπιες κριτικές αλλά στην προκειμένη περίπτωση αυτές, εκστασιασμένες από το αναμφίβολα φρέσκο αέρα της «Ευτυχίας», παρέλειψαν να δουν.

Κυρίως, τα μειονεκτήματα αυτά της «Ευτυχίας» έχουν να κάνουν με την αδυναμία της ταινίας (ή ενδεχομένως και με την άρνησή της) να εμβαθύνει στην μορφή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου σε ένα επίπεδο πέρα από το αρχετυπικό. Μεγάλη τζογαδόρισα, δύσκολος άνθρωπος, δυναμική γυναίκα μέσα στο ανδροκρατούμενο ρεμπέτικο της εποχής, φωτεινή καλλιτέχνις και συνάμα σκοτεινός άνθρωπος, η Παπαγιαννοπούλου υπήρξε μια προσωπικότητα αντιφατική και έδρασε μέσα σε συνθήκες ακόμα πιο αντιφατικές: ο μικρόκοσμος του λαϊκού τραγουδιού και του ρεμπέτικου κατά τα 40s και τα 50s είναι μια πολύ γοητευτική πλην περίπλοκη κατάσταση.

Εδώ η «Ευτυχία» κρίνεται μάλλον ανεπαρκής. Ο Φραντζής επιχειρεί να αποδώσει πρόσωπα και καταστάσεις με εξαιρετικά επιδερμικό τρόπο, αντί η ματιά του να είναι λαογραφική και ως εκ τούτου να αποτελεί κινηματογραφική μελέτη μιας άλλη εποχής, που έβγαζε άλλους ανθρώπους, εκείνος φαίνεται να προσαρμόζει τα τεκταινόμενά του όλο και περισσότερο με βάση τα μέτρα και τα σταθμά των ανθρώπων του σήμερα. Να γιατί η «Ευτυχία» είναι τελικά υπερτιμημένη: το αληθινά σημαντικό σινεμά οφείλει και πρέπει να αποφεύγει τέτοιες απλοποιήσεις.

Φυσικά, ας το ξαναπούμε: συγκριτικά με τις υπόλοιπες πανάκριβες παραγωγές του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, το «Ευτυχία» κάνει πολλά πράγματα που δεν τα πολυβλέπαμε σε αυτό το επίπεδο. Μακάρι να αποτελέσει οδηγό για τη συνέχεια και να ξαναδούμε τόσο ακριβές ταινίες να είναι τόσο αξιόλογες. Μακάρι. Από αυτή την παραδοχή ωστόσο μέχρι τις υπερβολές, υπάρχει κάμποσος δρόμος που δεν χρειάζεται να διανύεται…