Ύστερα από 6-7 χρόνια ανελλιπούς παρακολούθησης σειρών και του πώς λειτουργεί το κομμάτι του promo, έχω καταλήξει ότι η σειρά που επιλέγει να πλασαριστεί με βαρύγδουπους τίτλους, δεν έχει ποτέ την ανταπόκριση που απαιτεί.
Το Equinox, μια σειρά για την οποία το ίδιο το Netflix θέλησε να φέρει το χαρακτηριστικό «νέο Dark», όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε, αλλά θα έλεγα ότι άφησε τόσο κακή γεύση, ώστε να οδηγηθεί ο θεατής δίχως καμία απολύτως ενοχή στο συμπέρασμα πως οι δανικές σειρές είναι επιεικώς αδιάφορες.
Την πατήσαμε και με το Rain που πριν καν κυκλοφορήσει του είχαμε φορέσει γαλόνια γιατί είχαμε την ανάγκη να βρούμε κάτι ισάξιο του Dark μέχρι να εμφανιστεί η επόμενη του σεζόν και γιατί φυσικά έχουμε ανάγκη τα clicks, άρα ποντάραμε στην κοροϊδία των αναγνωστών.
Στην περίπτωση του Equinox η συμπαιγνία πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, αφού συνέβαλαν σε αυτή, χωρίς βέβαια να γνωρίζουν τι σούπερ πατάτα θα είναι η σειρά, όλα τα μέσα εντός κι εκτός Ελλάδας, μα και το Netflix.
Το σενάριο έχει λίγο από Leftovers, λίγο από True Detective, λίγο από Stranger Things, λίγο από Κώδικα Ντα Βίντσι, λίγο από Pan’s Labyrinth. Σκανδιναβικό νεο-νουάρ είναι το είδος του. Μόνο που σε αυτό το είδος, λέει εν τέλει περισσότερα η πρώτη λέξη και λιγότερο το δεύτερο σκέλος.
Δηλαδή ναι, έχει έντονα στοιχεία νεο-νουάρ, έχει τις απαραίτητες δόσεις θρίλερ, αλλά για τα όσα μας είχαν τάξει, για τα όσα αναμέναμε εύλογα βάσει της υπόθεσης, μάλλον ελάχιστα πήραμε πίσω.
Γιατί τι πιο λογικό να αφήσει τη φαντασία του να καλπάσει ο σύγχρονος binge watcher, όταν του λένε πως θα κυκλοφορήσει μια σειρά που θα βασίζεται σε έναν φολκλόρ μύθο της Δανίας που θυμίζει έντονα τους μύθους σχετικά με τον Πάνα; Το Pan Effect είναι αναπόδραστο στη θεωρία.
Η σειρά όντως παλεύει για να παράξει αυτά τα στοιχεία. Και τα παράγει. Μα σε τρομερά μικρό βαθμό. Για μια σειρά 6 επεισοδίων, το να βλέπεις τα τρία πρώτα εμβριθή σε μυστήριο, δίχως όμως καμία σύνδεση και χωρίς έστω ένα ψήγμα ουσιαστικής εξήγησης, καταντά απωθητικό.
Κάπου στο 4ο επεισόδιο βλέπουμε την πρώτη ολοκληρωμένη σκηνή γι΄αυτό που κρύβεται πίσω από την ανεξήγηση εξαφάνιση κάμποσων μαθητών και κυρίως της Ίντα, αδερφής της Άστριντ που είναι το πρωταγωνιστικό πρόσωπο της πλοκής. Μετά από εκεί φτάνουμε στο 6ο επεισόδιο που είναι το μόνο αντάξιο των προσδοκιών. Κι αυτό βέβαια μέχρι το τέλος.
Υπάρχει ένας μεταφυσικός κακός στο επίκεντρο του μυστηρίου. Υπάρχει ένα μυστικιστικό, ένα απόκρυφο ον πάνω στο οποίο το σενάριο μπορεί να χτίσει πολλές δυνατές σκηνές, μπορεί να κεντήσει, με όλη την μεταφορική έννοια της λέξης. Αποτυγχάνει. Ή δεν επιχειρεί καν να αποτύχει.
Σε μια τέτοια σειρά αυτό που αποζητά ο θεατής είναι το σκοτεινό, το αποτρόπαιο σε γερές δόσεις κι όχι σε σποραδικές σταγόνες. Συνολικά δεν είναι πάνω από ένα επεισόδιο αυτό που βρίσκεται στο πνεύμα του folk horror. Όλο το υπόλοιπο κινείται στο φάσμα του «μετά βίας ανεκτό» μέχρι «έχει καταλάβει κανείς ρε παιδιά τι γίνεται εδώ πέρα;». Και δεν το κάνει καν με έναν εύσχημο τρόπο.
Δεν έχει καν μια κλασική προοπτική να πεις ότι περιμένεις στο προτελευταίο ή έστω στο τελευταίο επεισόδιο να σου δικαιολογήσει όλη αυτή τη σχοινοτενή σε βαθμό αηδίας περιγραφή των πρώτων τριών επεισοδίων. Τίποτα κι εδώ. Ισχνή προσπάθεια με μια σκηνή στο έκτο επεισόδιο όπου έχουμε μια πιο επεξηγηματική επανάληψη σκηνής του πρώτου επεισοδίου.
Πολύ μυστήριο για το τίποτα, αποκαρδιωτικά λίγη ουσία σε κάθε επεισόδιο, τα επεισόδια μεταξύ τους συναντιούνται σαν παλιοί συμμαθητές που κανονίζουν να πάνε για καφέ και δεν πάνε ποτέ, για ερμηνείες ούτε λόγος, η κουλτούρα γενικά της γραφής και των ηθοποιών είναι ανοίκεια, μια σχεδόν κακοποίηση ενός μύθου που σε άλλα χέρια θα μπορούσε να αφήσει ένα στίγμα.
Δείτε το με δική σας ευθύνη, αλλά όπως είπε ο Έομερ στο Lord of The Rings «Μην εμπιστευτείτε καμία ελπίδα. Έχει από καιρό ξεχάσει αυτόν τον τόπο»!