Η Βαϊόλα Ντέιβις ειναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις των τελευταίων ετών στην Αμερική, στη βιομηχανία του θεάματος. Κι αυτό γιατί μέχρι το How to Get Away With Murder είχε μεν κινηματογραφική πορεία, αλλά όχι αξιομνημόνευτη.
Όχι τόσο στο επίπεδο της ποιότητας, αλλά κυρίως στο ότι με εξαίρεση το The Help, δυσκολευόσουν να εντοπίσεις την παρουσία της σε κάποια ταινία. Μετά όμως το HTGAWM, βρέθηκε να έχει πρωταγωνιστικούς ρόλους σε σημαντικές ταινίες, με αποκορύφωμα το Fences που της έφερε και το Όσκαρ.
Κι είναι η συνεργασία της εκεί με τον Ντένζελ Ουάσινγκτον που «δέσμευσε» την υπέροχη φιλική τους και επαγγελματική σχέση, ώστε να την δούμε να ενσαρκώνει μια θρυλική φιγούρα της μαύρης φυλής και της μαύρης μουσικής.
Τα μπλουζ είναι η μουσική που παρήχθη από την ανάγκη των μαύρων της Αμερικής να περιγράψουν τα δικά τους συναισθήματα, ατομικά και μη, και η Gertrude «Ma» Rainey ήταν η μητέρα των μπλουζ στην εποχή της μεγάλης ύφεσης στις ΗΠΑ.
Πράγμα παράδοξο για την εποχή, ήταν μια σημαίνουσα φιγούρα και είχε το τσαγανό να χορεύει στο ταψί τους λευκούς παραγωγούς που την ζητούσαν σαν τρελοί για να βγάλουν βινύλιο με ηχογραφήσεις της και να κερδίσουν λεφτά χάρη στο σπάνιο χάρισμα της.
Είναι τόσο αψεγάδιαστη η ερμηνεία της Ντέιβις ως Ma Rainey στην ταινία που κυκλοφόρησε στο Netflix στο φινάλε του 2020, ώστε σε κάνει να πειστείς ότι έτσι ήταν όντως η θρυλική μπλουζίστρια. Μπορεί να μην υπήρξαμε παρόντες στην εποχή της, μπορεί οι ίδιοι οι δημιουργοί της ταινίας και του θεατρικού πάνω στο οποίο βασίστηκε να μην την έζησαν και να βασίστηκαν σε αφηγήσεις και άλλο υλικό, μα δεν έχεις παρά να πεις μέσα σου «έτσι πρέπει να ήταν, δε γίνεται κι αλλιώς δηλαδή».
Κι ενώ συμβαίνει αυτό, η ταινία χαρακτηρίζεται από κάτι παράδοξο: υπάρχει ερμηνεία που ξεπερνάει ακόμα κι αυτή της Ντέιβις. Σε μια συνολικά πολύ προσεγμένη ταινία, από τις χαρακτηριστικές του βιογραφικού είδους που ξέρουν ότι δε χρειάζονται εφέ, αλλά ηθοποιοί που να παίρνουν τον ρόλο τους από το χεράκι και να τον περπατάνε, ο Τσάντγουικ Μπόζμαν είναι συγκινητικά τρομακτικός στην απόδοση του χαρακτήρα του.
Λίγους μήνες μετά την σοκαριστική απώλεια του Black Panther που αγαπήσαμε, ο Μπόζμαν φρόντισε να μας αφήσει πεσκέσι μια ερμηνεία που θα την θυμόμαστε για καιρό, μια ερμηνεία αδικημένη, αφού αν είχε την ευκαιρία να προβληθεί η ταινία και σε κινηματογραφικές αίθουσες και σε φεστιβάλ, θα συζητιόταν ακατάπαυστα. Ας ελπίσουμε ότι θα βρίσκεται στις υποψηφιότητες των μεγάλων βραβείων, μιας και ήδη η ταινία έχει πάρει το θεωρητικό πρόκριμα κατά τους κριτικούς, κάτι διόλου παράξενο.
Πάνω σε αυτές τις δύο ερμηνείες, με τους δύο χαρακτήρες να συγκρούονται, το Ma Rainey’s Black Bottom αφηγείται μια εποχή που στις εξιστορήσεις έχει καλλωπιστεί με άκρατο ρομαντισμό, εν τούτοις δεν είναι έτσι.
Παρόλο που εδώ ο στόχος δεν είναι κάποια κοινωνική καταγραφή, ο Λέβι με την υπόλοιπη κομπανία κάνουν συζητήσεις που εξηγούν στοιχεία της εποχής για τη ζωή των μαύρων και καταδεικνύουν την κρυμμένη υπό του ρομαντισμού πλευρά.
Το Ma Rainey’s Black Bottom έχει διάρκεια 95′ λεπτά, εκ των οποίων τα 70 και βάλε παίζονται στο ίδιο σκηνικό και εκτυλίσσονται σε κανονική ροή χρόνου. Δεν υπάρχουν flashbacks, δεν υπάρχει κινηματογραφική κίνηση του χρόνου κι αυτό είναι θεωρητικά μια καλή βάση για να μη χαθεί η ροή της πλοκής και η καθαρότητα της περιγραφής των χαρακτήρων.
Οι σκηνές όπου κυριαρχεί το πάθος για το μπλουζ και η μετάβαση του σε ένα πιο γρήγορο τζαζ, ενδεχομένως και σε ένα σουίνγκ μοτίβο, διακόπτονται από μονολογικά μέρη, όπως οι δύο σεκάνς με τον Λέβι να περιγράφει αυτό που συνέβη στη μάνα του όταν ήταν 8-9 ετών και στο τέλος που έχει χάσει τα πάντα και όλη του η ψυχολογία αποτυπώνεται στα καινούργια του παπούτσια που του τα πατάει κατά λάθος ο γέρος πιανίστας.
Είναι ένα πολύ ευφάνταστο τρικ αυτό με τα παπούτσια όπως το χτίζει το σενάριο και η σκηνοθεσία από την αρχή της ταινίας, σε βαθμό που νομίζεις ότι πρόκειται για μια ιστορία αγοράς ενός πολύτιμου πράγματος. Κι είναι μέσα απ΄αυτό το τρικ που φαίνεται περισσότερο ο συγκρουσιακός κόσμος στον οποίο ζει ένας μαύρος στις ΗΠΑ της εποχής εκείνης.
Δεν έχει να χαρεί για πολλά, δεν έχει να περηφανευτεί για πολλά, μόνο για τα εξής δύο: τα μπλουζ και το ότι μπορεί να κάνει μόνο μια ακριβή αγορά, μπορεί να έχει μόνο ένα ρούχο πάνω του που να το συζητάνε, να το ζηλεύουν και να το προσέχουν οι άλλοι μαύροι. Κι είναι αυτό που τον διαφοροποιεί, που τον κάνει να νιώθει ανώτερος, γιατί σε εκείνη την εποχή ο κόσμος επέτρεπε στους μαύρους να νιώσουν ανώτεροι κοινωνικά μόνο απέναντι σε μαύρους.
Κάτι που σεναριακά ολοκληρώνεται εν τέλει κι από τις διαρκείς προσπάθειες του Λέβι να πείσει τους άλλους τρεις ότι αυτός δεν θα υπακούσει κανέναν λευκό και θα καταφέρει ότι και η Rainey, να παίζει στα δάχτυλα τους λευκούς παραγωγούς που θέλουν να πουλήσουν μαύρη μουσική στους λευκούς.
Η τελική σκηνή φανερώνει τελικά πως αυτό είναι ανέφικτο και συμβαίνει μια φορά στο τόσο από έναν μόνο. Ένας λευκός τραγουδάει τα τραγούδια που έγραψε ο Λέβι, μια μπάντα γεμάτη λευκούς παίζει τη μελωδία που τους καθοδηγεί ένας λευκός μαέστρος. Αφθονία συμβολισμών σε ένα άριστο σενάριο από τον Τζορτζ Γούλφ (Νύχτες στη Ροδάνθη, Η Αθάνατη Ζωή της Χενριέτα Λακς)!