Ο μεταπολεμικός κόσμος, ο κόσμος που ξημέρωσε μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν ένας κόσμος που αδυνατούσε να πιστέψει με στιβαρούς όρους σε ηγέτες και καθοδηγητές. Ήταν άλλωστε αυτοί οι τελευταίοι που πρωταγωνίστησαν σε μια παγκοσμιοποιημένη πολεμική φρίκη – πως να πιστέψει ο απλός άνθρωπος μετά από αυτό το βίωμα πως η εξουσία θέλει το καλό του. Και στην κορυφή της αμφισβήτησης όλων των αφεντών, βρέθηκε εκείνη του κορυφαίου όλων: ο ίδιος ο Θεός και κατ’ επέκταση οι θρησκείες που τον τιμούσαν.
Τα μεταπολεμικά χρόνια το ρεύμα της αθεΐας, από μια φιλοσοφική τάση ήρθε να γίνει βασική συνείδηση των δυτικών κοινωνιών. Με τόση φρίκη που είχε ζήσει ο πλανήτης δύσκολα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί με σοβαρότητα την παρουσία ενός πανάγαθου όντος πάνω από τα κεφάλια μας. Αυτή η κρίση πίστης και η συνεπαγόμενη ανάγκη αντικατάστασης των παλιών θείων με καινούρια, που θα έρθουν να εμπνεύσουν με την ίδια δύναμη που είχαν τα παλιά, μπορεί να πει κανείς ότι ορίζει την ανθρωπότητα μέχρι και σήμερα.
Με αυτό το γενικευμένο φαινόμενο επιχείρησε να αναμετρηθεί το 2012 ο Πολ Τόμας Άντερσον στην έκτη ταινία του, το «The Master». Η υποβλητική φιγούρα του αδικοχαμένου Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν στον ρόλο ενός μυστήριου αρχηγού μιας περίεργης θρησκευτικής αίρεσης και ο πάντα συγκλονιστικός Χοακίν Φίνιξ, σε έναν από τους πολλούς ρόλους του που θα μνημονεύονται για πάντα, στον ρόλο ενός τυπικού μεταπολεμικού ανθρώπου που ψάχνει με αγωνία να βρει ξανά την πίστη του (ή τέλος πάντων, κάποια πίστη) και την βρίσκει στο πρόσωπο του προαναφερθέντα ηγέτη, συνέθεσαν ένα ερμηνευτικό δίδυμο που απογείωσε το σφιχτοδεμένο και ηθελημένα «ενοχλητικό» σενάριο ετούτης της ταινιάρας.
Με τη λήξη της προηγούμενης δεκαετίας, το περιοδικό «Σινεμά» -απόλυτο «Ευαγγέλιο» για τους εν Ελλάδι σινεφίλ- φιλοξένησε τη δική του λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες που προέκυψαν μέσα στα 10s. Και στην κορυφή εκείνης της λίστας βρέθηκε το «The Master». Την περίοδο της κυκλοφορίας του ωστόσο, εκείνο τον Χειμώνα του 2012 που παίχτηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες, τότε που άπειροι άνθρωποι έβγαιναν από τα σινεμά περίπου απογοητευμένοι από την θέαση της ταινίας, η πρόβλεψη πως το συγκεκριμένο έργο θα μπορούσε να καταλάβει την κορυφή μιας τέτοιας λίστας ενός τόσο έγκυρου κινηματογραφικού περιοδικού, έμοιαζε κάτι μάλλον αδύνατο. Λογικό: το «The Master» δεν ήταν εύκολη ταινία.
Με μια ένταση να υποβόσκει αλλά ποτέ να μην εκδηλώνεται στην ολότητά της, γεμάτο διφορούμενες δηλώσεις και με την απαίτηση από τον θεατή να διαβάζει τα πεπραγμένα πίσω από το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, το «The Master» υπήρξε μια ταινία καταδικασμένη να υποτιμηθεί στη συνείδηση του μέσου θεατή κατά την πρώτη προβολή της. Υπήρξε ωστόσο και μια ταινία που σε ανάγκαζε είτε σου άρεσε είτε όχι, να συζητήσεις το περιεχόμενό της, να το ζυγίσεις και να το αναλύσεις μέσα στο κεφάλι σου και αναπόφευκτα, όσο και αν το απαξίωσες αρχικά να το επισκεφθείς εκ νέου.
Να γιατί το «The Master» απέκτησε αναδρομικά την αναγνώριση που εξαρχής άξιζε. Αρνούμενο να υπάρξει ένα κείμενο προς ξεκάθαρη ερμηνεία, λες και τμήμα της αιχμηρής αντίθεσής του με κάθε λογής αφέντη ήταν και το να μην λειτουργήσει καθοδηγητικά για τον θεατή, το αριστούργημα του Πολ Τόμας Άντερσον δεν ενδιαφέρθηκε ούτε για αποθεώσεις ούτε για βραβεύσεις αλλά για κάτι πιο βαθύ: ένας πομπός που θέλει να ανοίξει έναν διάλογο με τον δέκτη του. Και το κατάφερε με τρόπο που καμία άλλη δημιουργία της εποχής της δεν μπόρεσε να κάνει.
Μάλλον λοιπόν θα συμφωνήσουμε με το «Σινεμά»: ναι, το «The Master» είναι αμερικάνικος κινηματογράφος στα καλύτερά του και ναι, η πιο δυνατή ταινία της δεκαετίας (του).