Οι επιθυμίες που ορίζουν και υποκινούν κάθε ατομικότητα ποικίλλουν ανάλογα με την εποχή, τον χώρο, την κοινωνική θέση και μια πλειάδα από επί του πρακτέου παράγοντες. Ο άνθρωπος όμως δεν ορίζεται μόνο από αυτές τις ανάγκες που γεννά η καθημερινότητα του. Ο άνθρωπος έχει στα ένστικτα του επιθυμίες που ούτε ο ίδιος γνωρίζει πως βρέθηκαν εκεί. Δεν μπορεί να τις αιτιολογήσει, δεν μπορεί να τις τοποθετήσει σε φράχτη ή να τις σχηματίζει. Υπάρχουν γιατί υπάρχουν. Και καταπιέστηκαν στα πρώτα στάδια της εξέλιξης, για να τις γνωρίσει ο σημερινός άνθρωπος ως απρεπείς και καταδυναστευμένες. Το Hell or High Water φέρνει στην επιφάνεια εκείνο το σημείο μέσα μας που περνάμε όλη μας τη ζωή να μην εξωτερικεύσουμε. Εκείνο που δεν τολμάμε να αντικρύσουμε, γιατί ποιος ξέρει τι μπορεί να ξεκλειδώσει;
Ο σεναριογράφος του Hell or High Water, Τέιλορ Σεριντάν, και ο σκηνοθέτης, Ντέιβιντ ΜακΚένζι, συναινούν σε μια ιστορία που είναι κατάλοιπο χρόνου και τόπου. Του εκεί και του εδώ. Του τότε, του τώρα, του μετά. Σβήνουν χωροχρονικές επισημάνσεις γιατί δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το όραμα τους αποτυπώνεται γλαφυρά στο σκηνικό. Μια έρημη φύση, αρκετές έρημες περιοχές κάπου στο Τέξας. Η απογύμνωση του τοπίου γίνεται λάβαρο για την απογύμνωση της ανθρώπινης ψυχής και των όποιων δεσμών έχει. Ο αποδεκατισμός των κοινωνικών νορμών που ακολουθούν αιώνες το άτομο είναι η εναργής στόχευση.
Δύο αδέρφια, ο Τόμπι (Κρις Πάιν) και ο Τάνερ Χάουαρντ (Μπεν Φόστερ), εκπονούν ένα σχέδιο που γνωρίζουν εξ αρχής, αλλά ομολογούν στο τέλος ότι έχει αδιέξοδο για τον ένα. Ο Τάνερ, έχοντας περάσει το λούκι της φυλάκισης, γεμίζει το κεφάλι του με οραματισμούς και θυσιάζει οριστικά κι αμετάκλητα αυτή τη φορά τον εαυτό του. Αρκεί να καταφέρει ο Τόμπι να σαγηνεύσει το είδος της ζωής που θέλει. Μια ατάκα προς το φινάλε της σειράς είναι αυτή που εξηγεί όλα όσα προηγούνται αυτής.
«Ο πατέρας μου μεγάλωσε στη φτώχεια. Ο παππούς μου μεγάλωσε στη φτώχεια. Εγώ μεγάλωσα στη φτώχεια. Θα κάνω τα πάντα ώστε ο γιος μου να μην βιώσει ποτέ φτώχεια.»
Ο Τόμπι και ο Τάνερ αποφασίζουν να γίνουν σεσημασμένοι ληστές τραπεζών. Στοχεύουν σε εκείνα τα υποκαταστήματα που δεν έχουν μεγάλη πελατεία, είναι μικρά σε προσωπικό, δίνουν όμως και μικρό οικονομικό αντίκρυσμα. Όλα βαίνουν καλώς στο σχέδιο τους, το οποίο δεν περιλαμβάνει καμία πρόθεση να σκοτώσουν υπαλλήλους ή επισκέπτες των τραπεζών. Θέλουν μόνο τα λεφτά και τίποτα περισσότερο.
Η δράση τους ξεπερνά την ταπεινή καταγωγή και παρελθόν τους, η φήμη τους το ίδιο, και ένας παλιός στο κουρμπέτι σερίφης (Τζεφ Μπρίτζες), λίγο πριν βγει στη σύνταξη, αναλαμβάνει με τον συνεργάτη (Γκιλ Μπέρμιγχαμ) του να πιάσουν τους κακοποιούς. Αφού κινούνται άσκοπα στις ανακρίσεις, καταλήγουν στο πιο ουσιαστικό στοιχείο: το μοτίβο. Κάθε υποκατάστημα έχει ένα κοινό με το άλλο. Είναι στη μέση του πουθενά και κανείς δεν θα νοιαστεί ιδιαίτερα. Άρα μπορούν να βρουν το επόμενο τους χτύπημα. Είτε διά της ευθείας οδού είτε διά της ατόπου. Ο Μάρκους Χάμιλτον, ο σερίφης, επιλέγει την ευθεία οδό στην αρχή, ωσότου αντιληφθεί ότι σκέφτηκε κοντόφθαλμα και τελευταία στιγμή στρέψει αλλού την ενέδρα που ετοίμαζε.
Τα αδέρφια Χάουαρντ αλλάζουν μοτίβο και πάνε σε ένα υποκατάστημα που δεν μπορούν να διαχειριστούν μόνοι. Παρόλο που πάνε μεσημέρι, θεωρώντας ότι θα είναι άδειο, βρίσκουν πολλούς ανθρώπους. Τα πράγματα ξεφεύγουν και πρέπει να γίνουν πράξεις εκτός σχεδίου. Αυτή είναι η αρχή του τέλους. Ένα τέλος που θα περάσει το πύρινο μονοπάτι της θυσίας και των θανάτων.
Σε μια κακοτράχαλη φύση, γεμάτη βραχώδη ικριώματα και χωματόδρομους, τελείται η αποδόμηση του κοινωνικού ευταξία στο Hell or High Water. Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε έναν παρία της ύπαρξης, σε αυτό που για δεκαετίες καυχιόταν ότι είχε αφήσει πίσω του.
Η σκαιότητα του, η ορμή του προς την αποκαθήλωση της ειρηνικής συμπεριφοράς, η επιστράτευση της ωμής, άνοης βίας είναι το μονοπάτι του. Ο ρόλος του Τάνερ Χάουαρντ είναι το ύψιστο δείγμα της πρόθεσης σεναρίου και σκηνοθεσίας. Η γλώσσα μιας αλήθειας που οι περισσότεροι της λανθάνουν. Ο Τάνερ αδιαφορεί πλήρως για το κρίμα που προσθέτει στην παρουσία του επί γης. Όλα αυτά γίνονται κινούμενη άμμος. Ο Τάνερ θέλει να γίνει Ινδιάνος. Ως Ινδιάνος σκίζει σαν άλλος Καϊάφας το ένδυμα της κοινωνικής προσαρμογής. Το μυαλό του ενθρονίζει τη βία, τη θυσία, την απώλεια. Είτε τη δική του είτε κάποιου άλλου.
Όταν είσαι συνυφασμένος με αυτούς τους κανόνες, τότε δεν ηττάσαι ποτέ πραγματικά. Το τρελό βλέμμα και εν γένει το τρελό παίξιμο του Μπεν Φόστερ συμβάλλουν στην δημιουργία ενός χαρακτήρα που φέρνει εμένα, εσένα και τον εκάστοτε θεατή, μπροστά στην απορία: γιατί ρέπουμε προς τον χαρακτήρα που παρεκκλίνει των κοινωνικών επιταγών; Ίσως γιατί εμείς έχουμε την ανάγκη να ξεδιψάσουμε μια τέτοια μύχια επιθυμία. Και ο στόχος είναι να εκτονωθεί η δίψα σε fictional συνθήκες, που δεν ρημάζουν την πραγματικότητα.
Το Hell or High Water πετυχαίνει στο έπακρο αυτή την πλαισίωση. Ακόμα και στο φτιαχτό όμως υπάρχει η τιμωρία και η επαναφορά στα λελογισμένα. Το πρόσωπο του νόμου, το πρόσωπο της δικαιοσύνης, αυτό του σερίφη δείχνει ότι για κάθε στιγμή βιαιότητας εμφανίζεται το αντίβαρο. Το κίνητρο του Τόμπι Χάουαρντ χρωματίζει αλλιώς τη βία. Ο Κρις Πάιν δραματουργεί με έναν αναπάντεχο – προς εμένα – τρόπο και με το λιγομίλητο στυλάκι του, το διόλου στιλιζαρισμένο, κατακτά τον ρόλο. Για τον Τζεφ Μπρίτζες δεν χρειάζονται τέτοια λόγια. Η σκηνή της ανταλλαγής πυροβολισμών, αυτό που συμβαίνει με τον συνεργάτη του και η αντίδραση του είναι από τις πιο έντονες στο Hell or High Water.