Μέχρι πριν μερικούς μήνες δεν πίστευα ότι μπορεί να υπάρχει ταινία που να κυκλοφορήσει σε καιρό πανδημίας και να μου προσφέρει πληθώρα συναισθημάτων και σκέψεων σχετικά με την τέχνη, αλλά και την ίδια τη ζωή.
Ευτυχώς το σινεμά υπάρχει για να μας διαψεύδει και αυτό που δεν περίμενα, ήρθε χωρίς να ρωτήσει και συνέβη πάνω από μία φορές. Η πιο έντονη που να συνδέει με τέτοια αρμονική ισχύ την τέχνη και τη ζωή, είναι το The Father κι επιφυλασσόμαστε για το The Nomadland ή το Minari που σύμφωνα με τα γραφόμενα του εξωτερικού, θα μπορούσαν να το κοντράρουν.
Στο The Father έχουμε μια ταινία θεάτρου ή ένα θέατρο κινηματογράφου. Δεν υπάρχουν props, δεν υπάρχουν εναλλαγές σκηνικών, ο τόπος εξέλιξης της πλοκής είναι το σπίτι, το ίδιο σπίτι, αλλά κι αυτό ατονεί μπροστά σε έναν άλλο τόπο που είναι το ανθρώπινο μυαλό. Το ανθρώπινο μυαλό το επηρεασμένο από το γήρας.
Ο τόπος είναι ου-τόπος, αλλά όχι με την έννοια μιας ουτοπίας στην οποία θέλουμε να βρεθούμε, μα με την έννοια μιας ουτοπίας που η ανυπαρξία της μας απορροφά και μας συνταράσσει και μας ξαναστέλνει στις βρεφικές μας μνήμες που ποτέ δε μπορούσαμε να τις ανασύρουμε, όμως τώρα εμφανίζονται στη μετωπιαία περιοχή και την κλυδωνίζουν.
Πολύ βαριά όλα αυτά τα ποιητικά, όμως έτσι είναι. Στο The Father βλέπουμε το πρελούδιο μιας αιώνιας σκοτεινιάς ενός υπέροχου μυαλού.
Η Αν γυρίζει στο σπίτι του πατέρα της για να του τα ψάλλει που έγινε η αιτία για να τον παρατήσει ακόμα μια αποκλειστική. Εκείνος τη ρωτάει με ύφος «γιατί θες να έχεις κάποιον να με φροντίζει;» λες και είναι απόλυτα ικανός να φροντίσει τον εαυτό του. Φαίνεται ικανός, μοιάζει να έχει νικήσει το γήρας. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική.
Ο Άντονι έχει ραγδαία εξελισσόμενη ανοία και μέσα σε ελάχιστες σκηνές τον βλέπουμε να ζει μια άλλη πραγματικότητα. Η απώλεια της κόρης του Λόρα του έχει στοιχίσει. Υπήρξε άραγε όντως η Λόρα; Ή μήπως βλέπουμε μια συγκατάβαση της Αν; Ή μήπως δεν υπάρχει καν η Αν;
Αυτό ακριβώς. Το The Father συναρμολογείται σκηνή τη σκηνή με τρόπο τέτοιο ώστε ο θεατής να είναι ο Άντονι, να έχει δηλαδή κι αυτός μπει σε μια θέση όπου τα μάτια του δεν προκαλούν εμπιστοσύνη στη νόηση και η νόηση επιλέγει να πλάσει μια άλλη εικόνα απ΄αυτή που προσφέρει ο αμφιβληστροειδής.
Ο Άντονι βλέπει ξαφνικά μια άλλη κόρη, τη βλέπει παντρεμένη, ζει μαζί της και με τον άντρα της, αλλά εκεί που βυθίζεται στο πλαστό, μια αναλαμπή στο μυαλό τον επαναφέρει στο αληθινό και αναρωτιέται «πώς συμβαίνει αυτό; αφού πριν μου έλεγε η Αν ότι θα πάει στο Παρίσι να ζήσει με το νέο της φίλο»;
Η δραματουργία της ταινίας από τον δημιουργό της Φλόριαν Ζέλερ είναι απαράμιλλη. Καταπιάνεται με ένα τόσο ανθρώπινο βίωμα, μια ανθρώπινη οδύνη που είναι να αντικρύζεις έναν άνθρωπο σου και αυτός να μη σε αναγνωρίζει ή να είσαι εσύ αυτός που δεν αναγνωρίζει κανέναν, και το φέρνει στα μέτρα της κινηματογραφικής αφήγησης. Το κάνει κτήμα του καθενός.
Καθώς η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο θεατρικό του Ζέλερ, έχει και ορισμένες θεατρικές τεχνικές, όπως είναι η στόχευση σε ένα αντικείμενο που νομίζεις στην πρώτη του αναφορά ότι είναι απλώς ένα αντικείμενο, αλλά δεν είναι. Αποτελεί το αντικείμενο μνήμης του Άντονι. Το ρολόι του είναι αυτό που προκαλεί τη γεφύρωση του χάσματος με την πραγματικότητα. Όσο δεν το φορά, τόσο αναπλάθει το αληθινό.
Η κινηματογραφική λήψη αναδεικνύει τη δυναμική του περιγράμματος για το μυαλό και χωρίς να προβαίνει σε υπερβολικές ρεβεράντζες, μας μεταφέρει από τη μία σκηνή στην επόμενη αφήνοντας στον θεατή να ενώσει τις τελείες που δεν έχουν ενωθεί ακόμα για να στηθεί η εικόνα. Το μοντάζ του υποψήφιου για Όσκαρ Γιώργου Λαμπρινού είναι αναγκαία συνθήκη για να επιτευχθεί αυτό.
Κι όλα αυτά τα πετυχαίνει σε τέτοιο βαθμό γιατί έχει δύο ηθοποιούς που δεν υπάρχουν περισσότερα επίθετα να τους χαρακτηρίσουν. Ο Άντονι Χόπκινς νικά την ίδια τη φύση με το ερμηνευτικό του ταντάλισμα και η Ολίβια Κόλμαν δεν αφήνει ούτε τελεία από το εύρος του ταλέντου της που να μην παρουσιαστεί μέσα από το ρόλο της.
Το The Father είναι μια από εκείνες τις ταινίες που θα έβλεπες σε μια ζεστή και μικρή αίθουσα σινεμά, ένα τελείωμα φθινοπώρου, με αρκετό αέρα κι ίσως ένα ψιλόβροχο να σε ανησυχούν για την επιστροφή στο σπίτι, αλλά να είναι τέτοια η ζέση της ταινίας και τέτοιο το άπλωμα των συναισθημάτων σου που τα ξεχνάς και βγαίνεις από την αίθουσα αλλαγμένος.