Ήταν μάλλον τα πιο ιδιαίτερα βραβεία Όσκαρ τα φετινά. Ναι, είναι η δεύτερη στη σειρά τελετή βράβευσης που χάνει ένα κομμάτι από τη λάμψη της εξαιτίας των ειδικών συνθηκών που έχει δημιουργήσει ο κορωνοϊός αλλά τα περσινά ήταν πιο… «κανονικά». Και αυτό διότι οι ταινίες και οι συντελεστές που κλήθηκαν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για το χρυσό αγαλματάκι είχαν εκτεθεί μαζικά στο κινηματογραφικό κοινό, το τελευταίο είχε στιβαρές απόψεις για το τι παίζει στην κινηματογραφική πιάτσα. Φέτος όμως τα πράγματα δεν ήταν έτσι: στα φετινά Όσκαρ συμμετείχαν ταινίες που προέκυψαν σε μια χρονιά που ήταν κλειστά τα σινεμά!
Κάπως έτσι οδηγηθήκαμε σε μια τελετή όπου πολλοί από τους παραδοσιακούς θεατές της είτε δεν είχαν άποψη για πολλές ταινίες είτε απέκτησαν άποψη για αυτές αφού είχαν ήδη ανακοινωθεί οι υποψηφιότητες. Μοιάζει παράδοξο για μια τόσο ιδιαίτερη διαδικασία αλλά υπήρξε μια συγκεκριμένη κατηγορία που οι απόψεις έβγαζαν ομοφωνία: αυτή του πρώτου αντρικού ρόλου! Ο Άντονι Χόπκινς, με την εξωπραγματική ερμηνεία του στον «Πατέρα», μπορεί να μην έκανε μεγάλο πάταγο, μπορεί η φήμη της ερμηνείας του να μην έγινε talk of the town αλλά προκάλεσε ανατριχίλες σε όποιον την είδε.
Η βράβευσή του με το Όσκαρ Α’ Αντρικού ρόλου υπήρξε για τον 83χρονο ηθοποιό μια πέρα για πέρα δίκαιη και αυτονόητη εξέλιξη. Ταυτόχρονα δε και μια εξέλιξη κόντρα σε έναν βασικό κανόνα των Όσκαρ, που έχει γνωρίσει έντονη κριτική από μπόλικους σινεφίλ. Αυτόν που λέει πως για ο δρόμος για την βράβευση με το Όσκαρ υποκριτικής περνάει μέσα από ερμηνείες «εξωπραγματικών» χαρακτήρων και όχι αληθινών και γήινων: είναι δεδομένο πως η Ακαδημία πολύ πιο εύκολα θα συγκινηθεί από κάποιον που ερμηνεύει τον Τζόκερ (δύο φορές μάλιστα) ή τον θρυλικό πρόεδρο Λίνκολν ή κάποιον κατεστραμμένο χαρακτήρα όπως ο Νίκολας Κέιτζ στο «Αφήνοντας το Λας Βέγκας», από ρόλους «αβανταδόρικους» δηλαδή, φτιαγμένους για υποκριτικές υπερβολές και βολονταρισμούς, παρά από κάποιον που ερμηνεύει έναν άνθρωπο της δίπλα πόρτας. Η επιτυχία του 83χρονου Χόπκινς συνιστά μια επιτυχία κόντρα σε αυτό το ρεύμα.
Το ειρωνικό της υπόθεσης είναι πως ο Χόπκινς στο παρελθόν όχι απλά έχει βγει κερδισμένος από αυτό το οσκαρικό ρεύμα αλλά ο πιο χαρακτηριστικός ρόλος της καριέρας του αποτελεί τον ορισμό αυτής της τάσης. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως μάλλον την όρισε. Το πρώτο του Όσκαρ άλλωστε, που μέχρι πρότινος ήταν και το μοναδικό του, το πανηγύρισε για την συνταρακτική μεν, πέρα για πέρα «αβανταδόρικη» δε, ερμηνεία του στην θρυλική «Σιωπή των Αμνών» όταν και ζωντάνεψε τον Χάνιμπαλ Λέκτερ. Χαρακτήρας που με τη σειρά του εξελίχθηκε σε ιερό τέρας της αμερικάνικης κινηματογραφικής παράδοσης ακριβώς εξαιτίας εκείνης της ανατριχιαστικής ερμηνείας του Χόπκινς.
Έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια για να δει το κινηματογραφικό κοινό τον Άντονι Χόπκινς να αφήνει πίσω του για τα καλά τον συγκεκριμένο ρόλο αλλά και να πετυχαίνει κάτι πρωτόγνωρο: να «γκρεμίζει» με την καταπληκτική πλην εντελώς γήινη ερμηνεία του έναν κανόνα που ο ίδιος είχε υπογράψει φαρδιά πλατιά ως «Κανίβαλος Χάνιμπαλ». Είναι δεδομένο: οι θαυμαστές του θα τον θυμούνται για πάντα μοιρασμένοι, άλλοι ως ψυχωτικό, φυλακισμένος κανίβαλο και άλλοι ως συγχυσμένο «πατέρα», κουρασμένο από τα βαθιά γεράματα.