Σάρωσε στην Ευρώπη, σαρώνει και στα θερινά: Θα σε αφήσει με ανοιχτό το στόμα αυτή η ελληνική ταινιάρα
Βρείτε μας στο

Κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, μέσα στο άγριο και πανέμορφο δάσος, σε μια καλύβα εν μέσω ενός μικρού κτήματος ζει ο Νικήτας. Ο Νικήτας είναι πάνω-κάτω 60άρης. Τροφοδοτεί με τα προϊόντα του τις αγορές του κοντινού χωριού. Και μεταξύ άλλων είναι ξεκάθαρο πως ηγείται ενός τοπικού κινήματος εναντίωσης στην έλευση μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρίας, που θέλει να καταστρέψει το δάσος, να βιομηχανοποιήσει την περιοχή και κάνει άνω κάτω τη ζωή των ντόπιων.

Η τοπική κοινωνία είναι χωρισμένη: άλλοι καλοδέχονται την επέλαση του «τέρατος» (έτσι αποκαλείται από τον Νικήτα η πολυεθνική που τους έχει κατσικωθεί) και λένε με χαρά πως «έρχονται δουλίτσες», άλλοι πάλι δεν είναι διατεθειμένοι να δουν τη φύση να καταστρέφεται και το βιομηχανικό κεφάλαιο να κάνει κουμάντο στις ζωές τους. Μέσα σε όλα αυτά σκάει στο χωριό ο γιος του Νικήτα. Οι δυο τους έχουν να βρεθούν χρόνια, έχουν κακές σχέσεις. Ο γιος διεκδικεί το μισό κτήμα του πατέρα του: το δικαιούται άλλωστε. Και δεν καταλαβαίνει με τίποτα τον τρόπο ζωής του, την φοβία του απέναντι στο καινούριο: μέσα σε μια μεγάλη κοινωνική κόντρα, μια επιμέρους, οικογενειακή, σιγοβράζει.

Κρατήστε άπαντες στο μυαλό σας το όνομα του Τζώρτζη Γρηγοράκη: είναι πέρα για πέρα δεδομένο πως θα μας απασχολήσει έντονα στο μέλλον. Διότι αν μόλις η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία είναι ετούτη η ταινιάρα που ακούει στο όνομα «Digger» (και που πέρυσι, εν μέσω πανδημίας και κλειστών σινεμά, έκανε θραύση στα διαδικτυακά παγκόσμια φεστιβάλ κινηματογράφου), τότε πανεύκολα μπορεί να αναλογιστεί κανείς τι διαμάντια μας επιφυλάσσει για το μέλλον. Το «Digger» σφύζει από τεχνική αρτιότητα, δεν θα σου περνούσε από το μυαλό ότι πρόκειται για ελληνική παραγωγή αν δεν ήταν ελληνόφωνο. Έχει ερμηνειάρες (εντάξει, τον Βαγγέλη Μουρίκη ειδικά που μεγαλουργεί στον βασικό ρόλο δεν θα μάθουμε τώρα τι επιπέδου ηθοποιός είναι…), εξαιρετικό ρυθμό και μια υπόρρητη πολιτικοποίηση που μπλέκεται αρμονικά με την πλοκή και αντί να την καπελώσει της δίνει ακόμα πιο στιβαρά χαρακτηριστικά.

Είναι δεδομένο πως το βλέμμα του Γρηγοράκη, εμμέσως πλην εντελώς σαφώς, βρίσκεται στραμμένο στην πρόσφατη ιστορία των Σκουριών Χαλκιδικής, μιας περιοχής που η ζωή της καθορίστηκε την προηγούμενη δεκαετία από την αντίθεση αλλά και τις εσωτερικές αντιπαλότητες που προέκυψαν εξαιτίας των επιθετικών, επενδυτικών δραστηριοτήτων της πολυεθνικής El Dorado. Το κίνημα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού που ξέσπασε στην Χαλκιδική τα προηγούμενα χρόνια εμπνέει ευθέως τον Γρηγοράκη, ο οποίος ωστόσο πάνω από όλα νοιάζεται για το μικροεπίπεδο της καθημερινότητας των πέρα για πέρα αληθινών χαρακτήρων του. Δεν είναι στις επιδιώξεις του ένα πολιτικό μανιφέστο αλλά ένα κοινωνικό γουέστερν χαρακτήρων και πετυχαίνει να μας το χαρίσει μεγαλοπρεπώς.

Ο ελληνικός κινηματογράφος βίωσε μια περίεργη περίοδο τα προηγούμενα χρόνια. Ο Γιάννης Οικονομίδης και ο Γιώργος Λάνθιμος ως βασικοί του εκπρόσωποι γέννησαν διάφορους ακολούθους -αισθητά περισσότερους ο δεύτερος- αλλά η ιδιαιτερότητα του ύφους τους έκανε αδύνατη την απεξάρτηση των «παιδιών» τους από αυτούς. Δημιουργοί δε όπως ο Κούτρας ή ο Παπαδημητρόπουλος δεν κατάφεραν να τους ανταγωνιστούν με διάρκεια. Ο Γρηγοράκης μοιάζει να είναι ένας τρίτος πόλος. Το αυθόρμητα βαλκανικό του ύφος ισοδυναμεί μια νέα δημιουργική υπογραφή που ήρθε για να μείνει. Περιμένουμε με μεγάλη ανυπομονησία το επόμενο βήμα του έπειτα από αυτό το ντεμπούτο – δυναμίτη…