Το The French Dispatch είναι στα περισσότερα στοιχεία του ίδιο με το Grand Budapest Hotel. Στην εικόνα, στη φιλοσοφία του σεναρίου, στο χιούμορ, στην ατμόσφαιρα, στην πληθώρα σκηνών, στη μετάβαση.
Κι αυτό είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Γιατί μπορεί να απωθήσει το κοινό. Όμως στη Γαλλική Αποστολή (Του Απογευματινού Ήλιου του Λίμπερτι στο Κάνσας), που είναι η ελληνική απόδοση του τίτλου, ο Γουές Άντερσον δίνει κάτι περισσότερο.
Πρόκειται για μια ταινία που έχει πληθώρα σπουδαίων ηθοποιών και αρκετοί εξ αυτών στην καλύτερη εποχή της καριέρας τους. Έχει επίσης μεγάλο αριθμό κομπάρσων. Κι αυτό είναι απαραίτητο γιατί κάθε σκηνή, κάθε λήψη απαιτεί ανθρώπους για να υποστηρίξουν αυτόν τον ακραιφνή σουρεαλισμό που χαρακτηρίζει τον Άντερσον.
Είναι αυτός ο σουρεαλισμός που κάνει το The French Dispatch μια κωμωδία υψηλότατου επιπέδου που από το πρώτο δεκάλεπτο δεσμεύει τον θεατή. Και μέσα σε 107′ λεπτά η ταινία προσφέρει κάτι τόσο πλούσιο, που στο τέλος η αίσθηση είναι πως είδαμε μια ταινία 2.5-3 ωρών. Το ακριβώς αντίθετο απ΄αυτό που προσάπτουν αρκετοί για παράδειγμα στο Dune ή το James Bond.
Ο Γουές Άντερσον συνθέτει έναν σουρεαλισμό που παραπέμπει σε όνειρο
Το The French Dispatch είναι ένας φόρος τιμής του Άντερσον σε μια εφημερίδα της φαντασίας του με έδρα το Ανουί στη Γαλλία. Παρουσιάζει τον τρόπο λειτουργίας που καταλήγει στον εκδότη Άρθουρ Χαουϊτζέρ, από τον οποίο περνάνε τα οικονομικά, η ύλη, η ικανοποίηση των αρθρογράφων.
Η ταινία χωρίζεται σε 5 μέρη. Τα 4 είναι η περιπλάνηση στα ρεπορτάζ των 4 σημαντικών ονομάτων της εφημερίδας που έχει μισό εκατομμύριο συνδρομητές.
Ο Χέρμπσεντ Σαρζεράκ κάνει μια περιδιάβαση στις γειτονιές του Ανουί, ένα οδοιπορικό. Η Μπερένσεν μιλά για τον ψυχοπαθή ζωγράφο Μόζες Ροζενθάλερ και τον έμπορο τέχνης Τζούλιαν Καντάτζιο. Η Λουσίντα Κρέμεντζ για την επανάσταση του σκακιού, με τους φοιτητές που τα έβαλαν με την αστυνομία. Ο Ρόμπακ Ράιτ για την αστυνομική γαστρονομία και την τυπογραφική του μνήμη.
Και στο τέλος, μια νεκρολογία για τον εκδότη, του οποίου ο θάνατος σημαίνει το κλείσιμο του The French Dispatch.
Η ταχύτητα με την οποία εξιστορείται κάθε διαφορετικό κεφάλαιο της αφήγησης, είναι ιλιγγιώδης. Είναι σαν τις διαφημίσεις που παίζονται πριν 50-60 χρόνια στα σινεμά. Το κοινό απλά εισέπνεε τις εικόνες, το υποσυνείδητο τις επεξεργαζόταν και παρήγαγε τα μηνύματα και δεν έπαιρναν χαμπάρι τι είχε συμβεί.
Ο Άντερσον χρησιμοποιεί αυτή την ταχύτητα για τον ίδιο λόγο. Μόνο που δεν εντυπώνονται διαφημίσεις στον αμφιβληστροειδή, αλλά πίνακες ζωγραφικής. Ο καταμερισμός που γίνεται σε κάθε πρόσωπο που συμμετέχει σε μια σκηνή, για τη θέση που θα έχει, την πόζα και τη γκριμάτσα που θα πάρει, είναι τρομερά λεπτομερής. Κάποια στοπ καρέ επιτείνουν τον κωμικό χαρακτήρα του σεναρίου και μετουσιώνουν την εκάστοτε σεκάνς.
Το The French Dispatch έχει 15-16 ηθοποιούς κορυφαίου επιπέδου
Τα πολλά χρώματα που συνδυάζονται με το ξεθώριασμα, αυτό το κατά κάποιο τρόπο σέπια, υφαίνουν την ατμόσφαιρα και την αισθητική κι είναι σαν να βρίσκεσαι σε έναν θεματικό χώρο με κάθε δωμάτιο να δημιουργεί ένα διαφορετικό συναίσθημα. Ο Γουές Άντερσον υποβάλλει τον θεατή σε ψυχολογικά παιχνίδια και παίζει με τα συναισθήματα σαν να είναι πλήκτρα στο πιάνο.
Χρειάζεται φυσικά να έχεις μια έξη στο Wes Anderson way για να κατανοήσεις αυτή την ταινία. Αν είναι η πρώτη φορά που βλέπεις το σινεμά του Άντερσον, τότε μπορεί και να σε αποδιώξει. Είναι σε τέτοιο επίπεδο και η ουσία της πλοκής, αλλά και η καλλιτεχνική στόφα, που το ένα καταπίνει το άλλο.
Το The French Dispatch, αν υπάρχει μια ακριβής αναλογία, μεταφορά, παρομοίωση, είναι σαν ένα όνειρο. Στα όνειρα το υποσυνείδητο μαζεύει σαν στάχυα στοιχεία από διάφορα δωμάτια της μνήμης και τα ξαμολάει ακατάσχετα και χωρίς να υπάρχει εμφανής νοηματοδότηση, εμφανής εξήγηση. Αυτό αντικρύζει κάποιος σε κάθε λήψη της ταινίας.
Δε γίνεται να μην υπάρξει αναφορά στο καστ: Μπιλ Μάρεϊ, Τίλντα Σουίντον, Ελίζαμπεθ Μος, Όουεν Ουίλσον, Τιμοτέ Σαλαμέ, Άντριεν Μπρόντι, Λέα Σεϊντού, Έντουαρντ Νόρτον, Τζέφρι Ράιτ, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Μπενίσιο ντελ Τόρο, Σίρσα Ρόναν, Χένρι Γουίνκλερ, Κρίστοφερ Βάλτζ, Γουίλεμ Νταφόε, Λιβ Σράιμπερ. Κάθε ένας, είτε εμφανίζεται για ώρα είτε για 4-5 λεπτά, είναι μια ιστορία μόνος του.
Ήταν λίγες οι στιγμές κινηματογραφικού ενθουσιασμού φέτος. Κάποιες αναμενόμενες, κάποιες μη αναμενόμενες. Υπήρχαν και οι αναμενόμενες στιγμές που κατέληξαν σε ξενέρα. Το The French Dispatch είναι αναμενόμενος ενθουσιασμός που πραγματοποιείται. Και σίγουρα διεκδικεί τον τίτλο της ταινίας της χρονιάς.
* Το The French Dispatch κυκλοφορεί από τη Feelgood στις αίθουσες