Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η τηλεόραση έμοιαζε (και ήταν) ένας φτωχός συγγενής του κινηματογράφου. Τα σίριαλ υπήρχαν κυριολεκτικά για να περνάει η ώρα και όποιος δημιουργός ήθελε να πει κάτι αληθινά σημαντικό δεν είχε άλλη διέξοδο από την μεγάλη οθόνη. Παράδοξο βέβαια αν το σκεφτεί κανείς με τα σημερινά δεδομένα. Διότι ο αντικειμενικά πολύ πιο διευρυμένος χρόνος αφήγησης μιας σειράς έχει την ευχέρεια να μιλήσει και πολύ πιο διευρυμένα σε σχέση με τον αντικειμενικά πιο περιορισμένο κινηματογραφικό χρόνο.
Αυτή η διαπίστωση φυσικά πρώτη φορά έγινε στα τέλη των 90s όταν και έκανε ντεμπούτο το ανυπέρβλητο «Sopranos». Η μαφιόζικη σειρά που άλλαξε την τηλεόραση κατάφερε κάτι τόσο σημαντικό όχι μόνο λόγω των τεχνικά ποιοτικών της προτερημάτων αλλά και για έναν ακόμα λόγο: ακριβώς επειδή οι δημιουργοί του αντιλήφθηκαν πως στους εσωτερικούς σχολιασμούς τους είχαν την δυνατότητα να στοιβάξουν ένα σωρό σχολιασμούς και θεματικές χωρίς να μοιάζουν ασφυκτικά στριμωγμένες σε αντίθεση με μια αντίστοιχη κινηματογραφική προσπάθεια. Και κάπως έτσι μας παρέδωσαν ένα πραγματικό τηλεοπτικό αριστούργημα.
Ήταν δεδομένο πως από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι το «Sopranos» θα αποκτήσει μια ταινία-πρίκουελ, θα την περιμέναμε πως και πως. Το «The Many Saints of Newark» αποτέλεσε μια από τις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες της χρονιάς και αυτό το οφείλει ξεκάθαρα στο «Sopranos» με το οποίο μοιράζεται το ίδιο σύμπαν. Για την ακρίβεια, πρόκειται για μια ιστορία από τα παιδικά χρόνια του Τόνι Σοπράνο, του ιδιοφυούς και τόσο αντιφατικού κεντρικού χαρακτήρα της πολυσυζητημένης σειράς, και ταυτόχρονα, μια ιστορία για το πως ο πατέρας του και -κατά βάση- ο θείος του διοικούσαν την εμβρυακά δομημένη ιταλική μαφία του Νιού Τζέρσεϊ στα 60s και τα 70s.
Η μεγάλη κατάρα ετούτης της ταινίας είναι επί της ουσίας το στοιχείο που φαινομενικά αποτελεί την ευχή της: πρόκειται για «αδερφάκι» του «Sopranos» και ως εκ τούτου για να εκπληρώσει τη βαριά κληρονομία του αντιλαμβάνεται ως άτυπο χρέος του να έχει το ίδιο πυκνό περιεχόμενο με την ιστορική σειρά. Ξεχνάει ωστόσο πως ακριβώς το γεγονός ότι το «Sopranos» ήταν σειρά υπήρξε και το συγκριτικό πλεονέκτημά του με ένα σωρό ταινίες που δεν μπορούσαν να εμπεριέχουν το ίδιο πυκνούς σχολιασμούς.
Το «The Many Saints of Newark» λοιπόν κάνει το μεγάλο λάθος να θεωρήσει πως μπορεί να κουβαλήσει πολλά καρπούζια κάτω από δυο μόνο μασχάλες. Και τα κάνει μούσκεμα… Η ταινία επιχειρεί να αφηγηθεί τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Τόνι Σοπράνο. Ταυτόχρονα, επιχειρεί να θέσει στο επίκεντρο της αφήγησης και την παλιά γενιά και να αφηγηθεί ένα τυπικό μαφιόζικο δράμα με τις κλασικές θεματικές της οικογένειας, της αφοσίωσης και της εγκληματικότητας να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Όμως επειδή τοποθετείται χρονικά στα τέλη των 60s δεν χάνει την ευκαιρία να βάλει στο κάδρο και την μαύρη κοινότητα της εποχής και να σχολιάσει το πως αυτή η τελευταία, στην γενικευμένη προσπάθεια της να απεγκλωβιστεί από την κυριαρχία των λευκών, δομεί το δικό της ανεξάρτητο οργανωμένο έγκλημα. Και μέσα σε όλα αυτά, προσπαθεί να στοιβάξει και μπόλικα κλεισίματα του ματιού στους φανατικούς οπαδούς του «Sopranos».
Το αποτέλεσμα δεν είναι απλά φτωχό συγκριτικά με την σειρά της οποίας υποτίθεται πως θέλει να αποτελεί επέκταση – κάτι τέτοιο άλλωστε θα συγχωρούνταν. Είναι ένα συνονθύλευμα γεγονότων χωρίς καμία συνοχή, μια ταινία χωρίς προσανατολισμό, κάτι που δεν υπήρχε περίπτωση να θυμόμασταν καν αν δεν υπήρχε ο τίτλος «Sopranos» στη μέση. Και είναι κρίμα διότι η κάθε θεματική της ξεχωριστά έχει να πει πολλά πράγματα, ειδικά η πιο πολιτική εξ’ αυτών που έχει να κάνει με την μαύρη κοινότητα των 60s. Το αποτέλεσμα ωστόσο είναι εκ διαμέτρου αντίθετο. Ένα αποτέλεσμα χλιαρό, άνισο, ανέμπνευστο ένα αποτέλεσμα που μάλλον μετουσιώνει το «The Many Saints of Newark» τη μεγαλύτερη απογοήτευση της χρονιάς, ειδικά αναλογιστεί κανείς την προσμονή με την οποία «ντύθηκε» η έξοδός του στις αίθουσες.