Δεν είναι εύκολο πράγμα εν έτει 2021 να πεις το οτιδήποτε αρνητικό για το The Matrix, ένα franchise που αγαπήθηκε και που το ανέμεναν όλοι με μεγάλη ζέση. Αλλά το The Matrix Resurrections αυτοτοποθετήθηκε σε μια παγίδα.
Κι εκεί ακριβώς φαίνεται η δυναμική του. Ότι ενώ έπεσε σε παγίδα, μπόρεσε να παραδώσει ένα ολοκληρωμένο στόρι που είχε απότομη άνοδο σε ποιότητα αφήγησης στο τελευταίο μισάωρο. Το θέμα όμως είναι ότι μέχρι εκεί βάζει τον θεατή σε μια κατάσταση μη κατανόησης.
Δηλαδή αν το Tenet θεωρήθηκε ακατανόητο και έφαγε κράξιμο γι΄αυτό το λόγο, τότε το The Matrix Resurrections της Λάνα Γουατσόφσκι θα πρέπει να μπει τουλάχιστον στην ίδια κατηγορία.
Ο Κιάνου Ριβς είναι προφανώς αξιαγάπητος. Η Κάρι-Αν Μος σε ηλικία 53 ετών σπάει τα στερεότυπα στο Χόλιγουντ, ούσα action shero. Το νέο αίμα, ιδίως ο Τζόναθαν Γκροφ, η Τζέσικα Χένγουικ και ο Γιαχία Αμπντούλ Ματίμ ενσωματώνονται σε ένα franchise που όταν πρωτοκυκλοφόρησε, ήταν μικρά παιδιά.
Αλλά το The Matrix Resurrections, ενώ στη φτιαξιά του είναι ταινιάρα, στην πράξη απέχει αρκετά απ΄αυτό. Αυτό που στήνει η Γουατσόφσκι είναι σαν να απευθύνεται σε κατόχους Νόμπελ, σε ανθρώπους με διδακτορικά, κάτι τέτοιο.
Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν ξεκαθαρίζεται ποια είναι η πραγματικότητα και ποια η εμβύθιση, για κάμποσο διάστημα η αίσθηση (μου) είναι ότι τίποτα δεν είναι αληθινό κι ότι όλα είναι εμβύθιση και εκεί που η ταινία έχει γίνει δυσνόητη, αρχίζει να αφηγείται το αληθινό της μήνυμα.
Το The Matrix είναι ταυτόχρονα μια ερωτική ιστορία, ένα σχόλια της Γουατσόφσκι για την ανάγκη του Χόλιγουντ να κάνει reboot, ένα δικό της multiverse αλά Marvel και ένα επικαιροποιημένο σχόλιο περί τεχνητής νοημοσύνης.
Όλο αυτό συμβαίνει μέσω του Ριβς, ο οποίος υποδύεται έναν δημιουργό gaming που έχει φτιάξει την τριλογία του Matrix. Αυτό είναι το πιο μαγικό στοιχείο της 4ης ταινίας. Η Γουατσόφσκι πετυχαίνει ο θεατής να παρασυρθεί σε μια αίσθηση πως είναι μέσα σε μια φούσκα, σε μια ar και από πάνω του μια ανώτερη αντίληψη θα τον επαναφέρει.
Δεν φτιάχτηκε εν ολίγοις το The Matrix 4 για να γίνει ταινία. Φτιάχτηκε για να αποτελέσει την τοποθέτηση της Γουατσόφσκι προς το κοινό που ξετρελάθηκε περιμένοντας να δει κάτι αντίστοιχο με το Revolution, το Reloaded και το πρώτο Matrix.
Στο The Matrix Resurrections ο Τόμας «Νίο» Άντερσον έχει υποστεί απόκρυψη του παρελθόντος του, είναι ένας δημιουργός παιχνιδιών σε μια εταιρεία, ξεπετάγονται κάποιες μνήμες από την αληθινή του ταυτότητα που τις θεωρεί ψευδαισθήσεις, κάτι στο οποίο έχει βοηθήσει και ο ψυχολόγος (Νιλ Πάτρικ Χάρις) και επανέρχεται σε αυτό που κάποτε ήταν. Αυτή τη φορά το κάνει για να μπορέσει να ενωθεί με την Τρίνιτι και να ανατρέψει μέσα από την αγάπη τους το σύστημα.
Η Γουατσόφσκι εκδηλώνει τη δική της ζωγραφιά, τον δικό της πίνακα που θυμίζει το Creation of Adam του Μικελάντζελο, με τον Νίο και την Τρίνιτι να είναι τόσο κοντά στο να αγγιχτούν και να καταλύσουν το σύστημα, αλλά και τόσο μακριά. «Υπάρχει όντως επιλογή; Όχι. Γιατί ήδη ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» αναφέρεται κάποια στιγμή στο The Matrix.
Ο Νίο ακολουθεί ένα άλλο μονοπάτι, όχι αυτό τις σύγκρουσης των τριών ταινιών, αλλά της αρχικής παράδοσης και εν τέλει του αποπροσανατολισμού. Η αγάπη τα κερδίζει όλα, ακόμα κι αν μιλάμε για ψηφιακές υπάρξεις, αλλά το The Matrix δε μπορεί να τα κερδίσει όλα.
Οι ερμηνείες είναι ανεπιτήδευτες και ταυτόχρονα απαίδευτες. Η ιστορία είναι σαφής και την ίδια στιγμή ακατανόητη. Γενικώς είναι μια ταινία ταυτόχρονα κάτι και κάτι άλλο σχετικά αντίθετο. Σαν μια μπίλια σε ένα σχοινί, που το γυρνάς και η μπίλια πάει απότομα από το ένα άκρο στο άλλο. Δεν είναι κλεψύδρα που η άμμος περνά από ένα στενό πέρασμα. Δε βρίσκει το μέσο σε κανένα χαρακτηριστικό το The Matrix.
Αυτό δεν το κάνει απαραίτητα κακό. Δεν είναι με τίποτα κακή ταινία. Είναι ίσως ταινία μιας άλλης εποχής. Αν τη βλέπαμε το 2005, θα ήταν η επική κορύφωση μιας ιστορίας. Αν τη βλέπαμε το 2040, πάλι θα είχε μεγαλύτερη αξία από τη σημερινή.
Αν βάλει κανείς σε όλα αυτά και τους Νιλ Πάτρικ-Χάρις και Πριγιάνκα Τσόπρα-Τζέιντα Σμιθ που αδυνατίζουν την απόδοση του συνολικού καστ, τότε το The Matrix Resurrections έχει ως μόνη ισορροπία του πως πάσχει και θριαμβεύει.
Δεν είναι σπατάλη του χρόνου για τον θεατή το The Matrix. Είναι όμως από εκείνες τις περιπτώσεις ταινιών, τις πολύ σπάνιες, που δεν μπορούν να ερμηνευθούν μέσα μας με πίεση, με συνείδηση. Πρέπει να αφεθούν. Να ταξιδέψουν. Να περιπλανηθούν. Να συλλέξουν κομμάτια από άλλους κόμβους πληροφοριών και να αποφασίσουν μόνες τους να επανέλθουν στον μετωπιαίο λοβό.