Ο Ρόμπερτ Πάτινσον είναι μια περίπτωση υπερβολικά παρεξηγημένου ηθοποιού. Συνήθως, οι ρόλοι που καθιερώνουν τους ηθοποιούς αποτελούν διαβατήρια για την αναγνώριση, τους ακολουθούν στην μετέπειτα καριέρα τους με έναν θετικό τρόπο. Για τον Πάτινσον τα πράγματα κύλησαν ανάποδα: καθιερώθηκε μέσα από την σειρά ταινιών «Twilight» υποδυόμενος ένα ρομαντικό βαμπίρ, ρόλος που τον στιγμάτισε με αρνητικό τρόπο. Για χρόνια ήταν ο αποδέκτης όλων των σχολίων μίσους για τη συγκεκριμένη, γλυκανάλατη σειρά ταινιών.
Αυτός είναι και ο λόγος που αντιμετωπίστηκε με τόσο μεγάλο σκεπτικισμό η απόφαση να ανατεθεί σε αυτόν ο κεντρικός ρόλος του πολυσυζητημένου «The Batman»: πως θα μπορούσε να υποδυθεί ολόκληρο Σκοτεινό Ιππότη ένας τύπος που είναι γνωστός επειδή απλά «αρέσει στα κοριτσάκια»; Και όμως, μπορεί η καριέρα του μετά το «Twilight» να μην υπήρξε ικανή για να του αφαιρέσει το εν λόγω αρνητικό στίγμα, αλλά όσοι την είχαν παρακολουθήσει ήξεραν πως επρόκειτο για έναν ηθοποιό με θαυμαστό υποκριτικό ταλέντο, έτοιμο να ανταποκριθεί σε πολύ πιο σύνθετους και απαιτητικούς ρόλους.
Ο βασικός εξ’ αυτών υπήρξε με διαφορά εκείνος που έφερε εις πέρας σε μια από τις καλύτερες και ταυτόχρονα, πιο υποτιμημένες περιπέτειες των τελευταίων χρόνων. Ο λόγος για το «Good Time» του 2017, ένα φιλμ με πολύ ιδιαίτερη ένταση, βγαλμένο από την παράδοση 70s crime ταινιών όπως το «Dog Day Afternoon» ή το «Ψωνιστήρι». Οι αναφορές στις δυο αυτές ταινίες δεν είναι τυχαία: το «Good Time» αντιμετωπίζει με τους ίδιους όρους τους πρωταγωνιστές του, τους εισάγει δηλαδή σε μια κατάσταση τόσο αγχωτική που πέρα από την ίδια την εσωτερική της συνοχή λειτουργεί και ως μέσο μεταλαμπάδευσης του άγχους του πρωταγωνιστή και στον θεατή.
Το εντυπωσιακό με τον Ρόμπερτ Πάτινσον στο «Good Time» είναι πως με την σωματικότητα και την εκφραστικότητά του καταφέρνει να σηκώσει αυτή την αποστολή με τον ίδιο εντυπωσιακό τρόπο που το έκανε στα 70s ο Αλ Πατσίνο στις δυο προαναφερθείσες ταινίες. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας, υποδύεται έναν επίδοξο ληστή τράπεζας και ταυτόχρονα, κάποιον που πρέπει να τα φέρει πέρα φροντίζοντας τον χαμηλής νοημοσύνης αδερφό του, που ταυτόχρονα αποτελεί και τον συνεργό του στο φιλόδοξο σχέδιο της ληστείας μιας τράπεζας.
Ο Κόνι -όπως αποκαλείται ο πρωταγωνιστής του «Good Time»- πρέπει να πάρει περίπλοκες και σοβαρές αποφάσεις και ταυτόχρονα, να τις πάρει πολύ γρήγορα. Είναι μάλλον λιγότερο έξυπνος από όσο πιστεύει πως είναι και η συνθήκη στην οποία βρίσκεται μπλεγμένος γίνεται όλο και πιο πολυσύνθετη. Λεπτό με το λεπτό, πράξη με την πράξη το «Good Time» μια μεγάλη, αγχωτική εμπειρία καθώς ο Κόνι, από εκεί που βιώνει μια τυπική καταδίωξη, τα βήματά του τον σπρώχνουν σε γωνίες της πόλης και καταστάσεις που κάνουν όλο και πιο δύσκολη την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.
Από ένα σημείο και μετά, ο θεατής παύει να νοιάζεται για το αν ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας θα την βγάλει καθαρή ή όχι, θέλει απλά να τελειώσει αυτό του το μαρτύριο ακόμα και αν δεν γίνει με ιδανικό τρόπο. Και αυτό διότι το άγχος και η αγωνία έχουν σκάσει τόσο αποτελεσματικά πάνω στα μούτρα του, που το μόνο που θέλει είναι να απαλλαγεί από αυτά. Αυτό σημαίνει αγωνία σε ταινία…
Το «Good Time» στριμάρει στο Ertflix και μπορεί κανείς να το δει δωρεάν όποτε θέλει. Μπορεί να είναι μια ιδανική επιλογή για βραδινή ταινία αλλά προσοχή: καλό είναι να έχετε πιεί κάνα χαμομήλι ή κάνα τσάι για να είναι χαλαρά τα νεύρα σας πριν την ξεκινήσετε. Η ίδια η ταινία άλλωστε μάλλον θα σας τα τεντώσει έτσθ κι αλλιώς.