Δεν γίνεται καλοκαίρι χωρίς αυτή την ταινία...

Από τις πιο συγκινητικές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου...

Καλοκαίρι του 1987. Σε ένα καφενείο στη Σαλαμίνα συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα που συμβαίνει εκείνο το βράδυ σε όλα τα καφενεία της χώρας: το μαγαζί είναι γεμάτο και άπαντες παρακολουθούν τον Γκάλη να κάνει όργια κόντρα στην Γιουγκοσλαβία. Η Ελλάδα νικάει, το καφενείο ξεσπάει σε πανηγύρια, όλοι πλέον περιμένουν τον τελικό με την Σοβιετική Ένωση. Αλλά για μια παρέα που βρίσκεται στο καφενείο εκείνο το βράδυ, υπάρχει ένας επιπλέον λόγος χαράς.

Έξι παιδικοί ξανασμίγουν όλοι μαζί μετά από καιρό. Ένας εξ΄ αυτών άλλωστε έλειπε στην Αμερική για σπουδές αλλά πλέον γύρισε και η παρέα είναι και πάλι μαζί. Υπάρχει και ένας έβδομος βέβαια που είναι απών: από τις αφηγήσεις μαθαίνουμε πως την έκανε για το Άγιο Όρος. Όπως και να έχει πάντως, η εξάδα ετοιμάζεται για το ανέμελο καλοκαίρι της. Είναι παιδιά όλοι τους, κάτω από 25 χρονών. Ενήλικοι μεν αλλά στην μετεφηβεία. Ζουν ακόμα τα χρόνια της αθωότητάς τους.

Κάπως έτσι γνωρίζουμε τους βασικούς χαρακτήρες της ταινίας «Απόντες» του Νίκου Γραμματικού, που από το 1996 που προβλήθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά σινεμά μέχρι και σήμερα, έχει δει τη φήμη της να εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα επίπεδα. Μπορεί να μην έκανε ιδιαίτερη φασαρία τότε που κυκλοφόρησε ωστόσο όσο τα χρόνια περνούσαν, αντί η ταινία να ξεχνιέται γινόταν όλο και πιο γνωστή, έβρισκε όλο και περισσότερους νέους θαυμαστές.

Σήμερα θεωρείται ήδη κλασική και σε περίπτωση που θες να εναρμονιστείς με την καλοκαιρινή μελαγχολία που εκπέμπει το καλοκαίρι όταν βρίσκεσαι στην Αθήνα, μπορείς να την δεις. Μόνο προσοχή: όταν μιλάμε για μελαγχολία το εννοούμε. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που η συγκεκριμένη ταινία αποδείχθηκε τόσο διαχρονική. Η μελαγχολία της μπορεί να μιλήσει παντού διότι είναι μια μελαγχολία οικουμενική, είναι η μελαγχολία της ενηλικίωσης.

Με αυτή την αναπόφευκτη πραγματικότητα είναι που συγκρούονται οι ήρωες της ταινίας του Γραμματικού, οι «Απόντες». Αυτοί οι έξι έχουν μεγαλώσει μαζί, είναι παιδιά της Σαλαμίνας, οι κοινές αναμνήσεις τους είναι τόσο δυνατές που παραμένουν ακόμα μια παρέα. Αλλά οι αναμνήσεις είναι το παρελθόν, έχουν φύγει. Αυτό που έρχεται είναι το μέλλον και το πως στέκεται ο καθένας ξεχωριστά μπροστά σε αυτό που έρχεται είναι που κάνει ολόκληρές παρέες να διαλύονται. Άλλος ονειρεύεται καριέρα, άλλος να έχει το κεφάλι του ήσυχο, ένας τρίτος να ξεπεράσει το γεγονός ότι δεν θα ζήσει ποτέ όπως ονειρεύεραι, κάποιος άλλος δεν έχει τίποτα να περιμένει και τίποτα να αγωνιά. Πως να εναρμονιστούν όλοι αυτοί ως παρέα; Όσο δυνατά και αν είναι αυτά που τους ενώνουν από το παρελθόν, μοιάζει αδύνατο.

Ο Νίκος Γραμματικός διηγείται την ιστορία μιας παρέας που σταδιακά παύει να είναι παρέα διότι τα μέλη της μεγαλώνουν και αλλάζουν. Δεν έχει να πει κάτι πιο βαθυστόχαστο από αυτό. Και αυτή είναι η δύναμη της ταινίας του: είναι απλή και ανθρώπινη, δείχνει μια κατάσταση που νομοτελειακά θα βιωθεί από κάθε άνθρωπο που μεγαλώνει. Το μήνυμά του είναι απλό, ξεκάθαρο και γλυκόπικρο: οι παιδικές σου παρέες θα σε διαμορφώσουν για πάντα αλλά θα ζήσεις χωρίς αυτές σαν άλλος άνθρωπος σε σχέση με τον παιδικό σου εαυτό.

Από το καλοκαίρι του 1987 μέχρι το καλοκαίρι του 1994 (από το καλοκαίρι ενός Ευρωμπάσκετ μέχρι το καλοκαίρι ενός Μουντιάλ δηλαδή) βλέπουμε τις μεταμορφώσεις εφτά χαρακτήρων και αναπόφευκτα τις μεταμορφώσεις της παρέας τους. Και καθώς ο τελευταίος της παρέας αφήνει το καφενείο τη στιγμή που ο Μαραντόνα κάνει το 3-0 εναντίον της Ελλάδας, εκείνο το καλοκαίρι που ο Γκάλης εμβολίαζε με χαρά την αθωότητα θα μοιάζει τόσο, μα τόσο απελπιστικά μακρινό και συνάμα τόσο, μα τόσο επώδυνα κοντινό…