Το καλοκαίρι του 1976 ήταν μόνο οι πολύ ψαγμένοι των κινηματογραφικών τεκταινόμενων εκείνοι που γνώριζαν το όνομα του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Ο 29χρονος τότε σκηνοθέτης είχε γυρίσει ορισμένες ταινίες αλλά δεν είχε κάνει ακόμα το μεγάλο μπαμ στο Χόλιγουντ. Η κινηματογραφική οπτική του άλλωστε ήταν πολύ διαφορετική από εκείνες άλλων σκηνοθετών της γενιάς του που είχαν προλάβει να ορίσουν την δεκαετία όπως ο Κόπολα, ο Σκορτσέζε, ο Πολάνσκι και ο Φρίντκιν.
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ είχε στο μυαλό του ένα κινηματογραφικό ύφος που στο σήμερα μπορεί να περιγραφεί μέσω της έννοιας του μπλοκμπάστερ, όρος που τότε δεν υπήρχε καν. Αντίθετα, δημιουργήθηκε εκείνο το καλοκαίρι, το καλοκαίρι του 1975, που η υπογραφή του Στίβεν Σπίλμπεργκ φιγούραρε στην ταινία που έκανε μια ιστορική εισπρακτική επιτυχία εκείνες τις μέρες, έσπασε τα ταμεία καθώς όλος ο κόσμος πήγαινε σαν παλαβός να την δει.
Η ταινία ήταν τα «Σαγόνια του καρχαρία», ένας τίτλος θρυλικός πλέον, μια ταινία που κατάφερε να πετύχει αυτό που κάθε σημαντικό έργο που θέλει να τρομάξει τον κόσμο οφείλει να πετυχαίνει: να μεταφέρει επί της οθόνης έναν αληθινό φόβο των ανθρώπων που την παρακολοθούν. Και ποιος φόβος μπορεί να είναι μεγαλύτερος μέσα στο κατακαλόκαιρο, τις μέρες που σκάει ο τζίτζικας και άπαντες τρέχουν σε μια παραλία, από έναν καρχαρία; Αντικειμενικά, κανένας.
«Φώναξε σε μια παραλία την λέξη «μπαρακούντα» και δεν θα ασχοληθεί κανείς. Πες την λέξη «καρχαρίας» και όλοι θα τρέχουν πανικόβλητοι», λέει κάποια στιγμή ένας χαρακτήρας της ταινίας και συνοψίζει στο έπακρο το πως τα «Σαγόνια του καρχαρία» κατάφεραν να «ξυπνήσουν» τους συλλογικούς φόβους ενός κινηματογραφικού κοινού που μέσα στο καλοκαίρι ψάχνεται με την πρώτη ευκαιρία να βρεθεί σε μια παραλία.
Πανέξυπνα, ο Σπίλμπεγκ κρύβει την όψη του τεράστιου και τρομακτικού καρχαρία που πανικοβάλει το φανταστικό νησί στο οποίο εξελίσσονται τα πάντα. Βλέπουμε απλά το πτερύγιό του και το πάνω μέρος του σώματος των άτυχων θυμάτων του όταν εκείνος επιτίθεται. Τα όσα γίνονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας κρατιούνται κρυφά από την κάμερα και έτσι, αυτό το πλάσμα που σπέρνει τρόμο και φόβο αποκτά χαρακτηριστικά μύθου. Όταν τελικά βλέπουμε, προς το τελευταίο μέρος της ταινίας την όψη του, είναι πια στρωμένος ο δρόμος για να το αντιμετωπίζουμε με δέος.
Ο Σπίλμπεργκ θα γίνει αυθεντία αυτής της κινηματογραφικής αφήγησης στις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν αλλά 42 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία των «Σαγονιών του καρχαρία» παραμένει πέρα για πέρα εντυπωσιακό να βλέπεις την μαστοριά και το πρωτοποριακό τρόπο που δείχνει τα πράγματα ο 29χρονος τότε Στίβεν Σπίλμπεργκ. Ταυτόχρονα, τα «Σαγόνια του καρχαρία» αποτελούν και μια πέρα για πέρα διακριτική πλην εντελώς εύστοχη αλληγορία για την αθώα εχθρότητα που το φυσικό περιβάλλον ενεργοποιεί απέναντι στον άνθρωπο.
Ο καρχαρίας δεν είναι ένα «κακό» πλάσμα με τους όρους που οι άνθρωποι ορίζουν τις έννοιες του καλού και του κακού. Είναι απλά ένα πλάσμα που ακολουθεί το ένστικτό του: αυτό δεν τον κάνει λιγότερο απειλητικό φυσικά. Έρχεται ωστόσο να αναδείξει την ανυμποριά και κατ΄επέκταση τον τρόμο που νομοτελειακά θα αντιμετωπίσει ο ανθρώπινος πολιτισμός όσο εξελιγμένος και ηγεμονικός και αν είναι σε ετούτο τον πλανήτη απέναντι στην… φύση.
Τα «Σαγόνια του Καρχαρία» κυκλοφορούν σε επανέκδοση στο σινεμά αυτές τις μέρες. Μην κάνετε το λάθος και χάσετε την ευκαιρία να το δείτε στη μεγάλη οθόνη. Πρόκειται για την απόλυτη κινηματογραφική εμπειρία…