Λένε πως δεν έχει σημασία ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Πως δεν είναι τόσο σημαντική η κατάληξη μιας ανθρώπινης πορείας όσο ο δρόμος που αυτή διανύει. Έτσι λένε αλλά στην πραγματικότητα, δεν είναι ακριβώς έτσι. Ειδικά αν οι επιπτώσεις του ταξιδιού αναδεικνύονται στο έπακρο όταν πια ο προορισμός είναι μια πραγματικότητα που βιώνεται στο εδώ και στο τώρα και όχι απλά ένας μελλοντικός, εν πολλοίς φιλοσοφικός προορισμός.
Μάλλον αυτή ήταν και η συνειδητοποίηση του Φράνσις Φορντ Κόπολα όταν αποφάσισε να δεχθεί την πρόκληση να κλείσει με μια τρίτη ταινία το «ταξίδι» του Μάικλ Κορλεόνε, που ο ίδιος αφηγήθηκε στις ταινίες που όχι απλά ανέδειξαν τον ίδιο ως έναν από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες που προέκυψαν ποτέ από το Χόλιγουντ αλλά άλλαξαν και την ίδια την κινηματογραφική βιομηχανία για πάντα και δημιούργησαν στρατιές σινεφίλ, που όχι μόνο γουστάρουν το σινεμά ως τέχνη αλλά αντιλαμβάνονται συνολικά την πραγματικότητα μέσα από αυτό.
Και όμως: ο «Νονός 3» αποτελεί για πολλούς την παραφωνία της θρυλικής μαφιόζικης τριλογίας. Αν μας ρωτάτε, εντελώς άδικα. Ναι, δεν είναι τόσο μεγάλο αριστούργημα όσο οι δυο πρώτες ταινίες της τριλογίας αλλά -μεταξύ μας- δεν νοείται να κατηγορείται για κάτι τέτοιο μια ταινία: το 99% του παγκόσμιου σινεμά είναι χειρότερο από τους δυο πρώτους «Νονούς» και το υπόλοιπο 1% τουλάχιστον ισοδύναμό τους. Ναι, είναι η τρίτη σε αξία ταινία της τριλογίας. Αλλά με ποιον διαολεμένο τρόπο μπορεί να είναι τόσο υποτιμημένη;
Δικαιολογίες δεν υπάρχουν και ειδικά αν αντιληφθεί κανείς τον «Νονό 3» ως την ανάλυση του προορισμού, την οριστική έκβαση του ταξιδιού. Ενός ταξιδιού γεμάτο βία και υπεροψία, γεμάτο ψυχρότητα και ισχυρογνωμοσύνη: πως γίνεται ένα τέτοιο ταξίδι, όταν πια έχεις φτάσει στον προορισμό σου να σε αφήσει σε ησυχία; Σε αντίθεση με τους δυο πρώτους «Νονούς», το τρίτο κεφάλαιο αυτής της μαφιόζικης οδύσσειας λειτουργεί κομματάκι αυτόνομα. Σαν ένας μεγάλος επίλογος, ξεκομμένος από το υπόλοιπο έργο. Μοιάζει ακατανόητο ωστόσο να μην εκτιμάται για αυτό που είναι.
Ο Μάικλ Κορλεόνε του Αλ Πατσίνο, γερασμένος και κουρασμένος πια από έναν γεμάτο βίο μέσα στο οργανωμένο έγκλημα και τις σκοτεινές και άγριες συνθήκες του, θέλει πια να ησυχάσει. Να συγχωρεθεί και ζήσει εν ειρήνη. Όμως αυτό δεν είναι απλά μια διαδικασία που αφορά εκείνον και τους γύρω του, εκείνον και την οικογένειά του, εκείνον και τα αγαπημένα πρόσωπά του που τόσο πολύ βάρυνε με τα πεπραγμένα του ως Νονός. Για την ακρίβεια, αυτό είναι μάλλον η εύκολη πτυχή αυτής της απαιτητικής διαδικασίας ειρήνευσης και συγχώρεσης. Το δύσκολο κομμάτι έχει να κάνει με τον εαυτό του.
Το τρίτο κεφάλαιο του «Νονού» είναι και το πιο προσωπικό, το πιο εσωτερικό: ο Μάικλ Κορλεόνε νίκησε κάθε αντίπαλο που βρέθηκε στο διάβα του όλα αυτά τα χρόνια αλλά πλέον, αναμετραται με τον πιο δύσκολο εχθρό που βρέθηκε ποτέ απέναντί του, τον εαυτό του. Η υποκρισία του είναι τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα στο τεράστιο Εγώ του, η υπεροψία του είναι τόσο μεγάλη που ακόμα και τώρα που καταννοεί την αναγκαιότητα της προσωπικής αλλαγής πιστεύει πως θα αναμετρηθεί μαζί της και θα την «ξεγελάσει»: εν τέλει η τραγωδία καλπάζει πάνω του διότι αν από κάποιον δεν μπορείς ποτέ να ξεφύγεις είναι -πόσο τραγικό, ε; – ο ίδιος σου ο εαυτός.
Πρόσφατα ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, περίπου 30 χρόνια μετά την κυκλοφορία του τραγικά υποτιμημένου τρίτου «Νονού» κυκλοφόρησε μια εκδοχή ελαφρώς αλλαγμένη, ένα νέο μοντάζ που αλλάζει μικρά κομμάτια της ταινίας αλλά πολλές φορές με ουσιώδη τρόπο. Δεν θα μπούμε στην διαδικασία να αναλύσουμε αυτές τις μικροαλλαγές, άλλωστε είναι δύσκολο να το πετύχουμε χωρίς να υποπέσουμε σε spoilers. Το ευτύχημα είναι πως αυτή την εκδοχή την ανέβασε πρόσφατα το Netflix και έχουμε μια ακόμα αφορμή για να ξαναδούμε την ταινιάρα που κλείνει την καλύτερη τριλογία όλων των εποχών.