Avatar the way of the water

Το κινηματογραφικό γεγονός της χρονιάς ήταν τόσο υπέροχο όσο το περιμέναμε

Κι ας ήταν απλό σε επίπεδο πλοκής

Όταν ξεκινάς να δεις το sequel της μέχρι πριν 3 χρόνια πιο εμπορικής ταινίας όλων των εποχών, προετοιμάζεται γι΄αυτό που θα βιώσεις και ορίζεις και τις προσδοκίες σου. Το Avatar είναι ένα franchise για το οποίο υπάρχουν κάποια δεδομένα.

Στηρίζεται στα εφέ, στηρίζεται στον ήχο, στη μοντάζ, στο CGI. Κι αυτά, σε αυτή την έκταση, εκ των πραγμάτων επισκιάζουν την ίδια την πλοκή.

Θα ήταν απίθανο να μη συμβεί στο The Way Of The Water.

Κι όμως, δε συνέβη. Το δεύτερο Avatar μπορεί να μην έχει κάποιο groundbreaking story, που λένε και στο Αμέρικα, μπορεί να είναι λιγότερο επικό σε επίπεδο σύγκρουσης σε σχέση με το πρώτο, αλλά έχω την αίσθηση πως είναι πιο κατανοητό και πιο…ανθρώπινο.

Ξεδιπλώνει νέα εδάφη και νέα σημεία από τον κόσμο της Πανδώρας και της Μεγάλης Μητέρας, της Έιβα, όπως τα νησιά όπου κατοικούν οι Φυλές της Θάλασσας, εκεί όπου ο ΜαΤζέικ πάει με την οικογένεια του για να μην φέρει τον πόλεμο στη Φυλή του Δάσους.

Τον φέρνει, αναπόδραστα, στις Φυλές της Θάλασσας, χωρίς να υπάρχει μια επιλογή, με τον Κουάριτς να επιστρέφει, αυτή τη φορά ως Avatar κι ο ίδιος, μαζί με άλλους 10 στρατιώτες που εμφύτευσαν τη μνήμη τους στις Avatar εκδοχές τους θεωρώντας πως έτσι θα αντεπεξέλθουν καλύτερα στις μάχες σώμα με σώμα με τους Μπλε.

Στο The Way of The Water βλέπουμε τον Τζέικ Σάλι και τη σχέση με τους δύο γιους του κυρίως, ενώ συνολικά η ταινία είναι μια αφήγηση γύρω από τη σχέση πατέρα-γιου, όπως αυτή ορίζεται από τις αρχαίες εποχές, τότε που ο γιος ακολουθούσε τα βήματα του μπαμπά στην επιβίωση και τον πόλεμο και μέσα από την κόντρα και την αμφισβήτηση, κατέληγε η σχέση σε σύμπνοια ή σε αλληλοσκοτωμό.

Ο τρόπος που τελειώνει η ταινία δεν έχει τίποτε από τα δύο, αλλά ένα τρίτο, κρυφό μονοπάτι, που διέπει τη μοίρα των τριγωνικών σχέσεων μεταξύ δύο γιων και του πατέρα.

Ο Κάμερον δεν έχει κάποια υπερεπική μάχη μεταξύ ανθρώπων και Νάβι, αλλά ζουμάρει στην προσωπική αντιπαράθεση του Συνταγματάρχη Κουάριτς με τον δεκανέα Τζέικ Σάλι, που από την πλευρά των ανθρώπων πρόδωσε το είδος του και επέλεξε να γίνει Νάβι.

Στην τελική κλιμάκωση, συναντά ο θεατής αυξομειώσεις και πηδάει συνέχεια από το happy ending στο ολίσθημα και αυτό κάνει μια ταινία 3 και πλέον ωρών να μην είναι κουραστική.

Εννοείται πως κάποια σημεία στο πρώτο μισό δεν είναι…άχαστα, αλλά ο Κάμερον ζωγραφίζει έναν κόσμο, παρουσιάζει χαρακτήρες, δείχνει το character building που έχουν τα παιδιά σε μια συνθήκη απότομης ενηλικίωσης, εκεί όπου πρέπει να πάψουν να φέρονται παρορμητικά και να λειτουργήσουν με σύνεση και σωστή τακτική.

Ο Λόακ είναι ο ήρωας αυτής της ιστορίας και ενδεχομένως αυτός που θα δούμε να πρωταγωνιστεί στα επόμενα sequels, ιδίως από τη στιγμή που βλέπουμε και τον Σπάιντερ να συναντά τον πατέρα του, έστω και ως Avatar.

Οι σκηνές της σύνδεσης με τα ζώα της θάλασσας, με τα τουλκούν κυρίως, και συγκεκριμένα του Λόακ με τον Παγιακάν, είναι από τις πιο εντυπωσιακές και συγκινητικές στο The Way of The Water, όπου επανέρχονται ερωτήματα σημαντικά για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.

Είμαστε τελικά τόσο εισβολείς; Σκοτώνουμε και το απολαμβάνουμε; Αξίζουμε τελικά να υπάρχουμε ή πρέπει να αφανιστούμε; Μέσα από αυτές τις σκηνές, οι απαντήσεις ξεκαθαρίζουν προς το μοιραίο σενάριο της ανθρωπότητας, με τις αναλογίες με την πραγματική ζωή να είναι εναργείς.

Το The Way of The Water εν ολίγοις, περισσότερο από την πλοκή, είναι υπέροχο για το σύμπαν που χτίζει ο Κάμερον, για τις εικόνες που μας προσφέρει. Δεν έχει κάτι το συνταρακτικό ή τουλάχιστον τα συνταρακτικά δε φαίνονται τόσο σε μια ταινία περίπου 190 λεπτών, αλλά δεν χάνει ούτε στιγμή την προσήλωση του θεατή, ακριβώς γιατί υφαίνει έναν κόσμο που δεν έχει μολύνει η ανθρώπινη παρουσία. Μέχρι που τη μολύνει με τον χείριστο τρόπο.

Τα σημεία της αφήγησης από τον Σαμ Γουόρθινγκτον είναι πολύ δυνατά, κυρίως γιατί ο τύπος έχει μια τρομερή χροιά στη φωνή του, τόσο υποβλητική που καταρρίπτει όλες τις ασυνείδητες άμυνες.

Όλα τα παραπάνω γράφονται από έναν άνθρωπο που ελάχιστα είχε ενδιαφερθεί να δει το πρώτο Avatar, αν και φανατικός με τα fantasy films, άρα δεν είχε και κανένα ιδιαίτερο δέσιμο ή και προσδοκίες.

Μάλλον χαμηλά ήταν ο πήχης για μένα, αφού το λογικό τμήμα του εγκεφάλου μου έλεγε ότι ταινία που είχε τέτοια εισπρακτική επιτυχία την πρώτη φορά, θα είναι στην καλύτερη μέτρια.

Όμως, πολύ γρήγορα, το Avatar 2 έκανε στην άκρη τη λογική και παρέδωσε τα ηνία στο συναίσθημα, στην παιδική επιθυμία. Γι΄αυτό, αυτό το πολυαναμενόμενο κινηματογραφικό γεγονός, ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις.

* Το Avatar 2 προβάλλεται από την Πέμπτη 15/12 στις αίθουσες σε διανομή της Feelgood Entertainment