Αν δεν υπήρχε το επικό All Quiet on The Western Front, ίσως να είχε καταφέρει να ακουστεί περισσότερο. Το The Bombardment κυκλοφόρησε στις αρχές του έτους, μπήκε στην πλατφόρμα του Netflix, αλλά δεν πήρε την απήχηση που άξιζε.
Είναι κάπου και λογικό μέσα σε έναν ωκεανό ταινιών, να επισκιαστεί, ιδίως όταν την ίδια χρονιά έχει εμφανιστεί αυτό το γερμανικό έπος με τις 14 υποψηφιότητες στα Bafta και το ολλανδικό The Forgoten Battle που μπήκε φέτος στην πλατφόρμα.
Ένας Ά Παγκόσμιος Πόλεμος, ένας Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος και το The Bombardment, επίσης για τον Β΄, κάπου χωμένο στα «χαλάσματα».
Εν τω μεταξύ, και οι τρεις ταινίες, παραγωγής ευρωπαϊκής, από Κεντρική Ευρώπη κιόλας, χώρες δηλαδή που δεν είναι και το ιδανικό για να αφηγηθούν πολεμικές ιστορίες.
Κι όμως, η κάθε μία σε διαφορετική κλίμακα, τα κατάφεραν άριστα.
Το The Bombardment, από τη Δανία, δεν εστιάζει στις μάχες εδάφους ή αέρος ανάμεσα σε δύο στρατούς, σε δύο κράτη. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ζωή σε ένα προάστιο της Κοπεγχάγης, όπου οι ντόπιοι είναι διαχωρισμένοι σε αντιστασιακούς και σε υποταγμένους στο Γ΄Ράιχ.
Αυτός είναι και ο λόγος που η Δύση επιτίθεται με βομβαρδισμούς, έχοντας ενημέρωση για σημεία όπου οι χιτλερικοί χρησιμοποιούν άμαχο πληθυσμό ως ασπίδα για να γλυτώσουν από τον θάνατο, σε μια στιγμή που το Ράιχ δείχνει έτοιμο να καταρρεύσει.
Το The Bombardment ξεκινάει με τον βομβαρδισμό ενός οχήματος όπου επιβαίνουν τρεις κοπέλες. Οι Βρετανοί που το ανατινάζουν, νομίζουν ότι ανήκει στους χιτλερικούς. Οι δύο πιλότοι που ρίχνουν τον πύραυλο, παθαίνουν σοκ όταν τους ενημερώνουν ότι σκότωσαν αθώους, αμάχους.
Αυτή η σκηνή είναι η μόνη στα 105 λεπτά της ταινίας, μέχρι το τελευταίο 25λεπτο, που αποτυπώνει τα όσα σημαίνει ένας πόλεμος. Τη συνήθεια στον θάνατο και δη των αμάχων. Ότι η πρώτη σκέψη που κάνει κάποιος είναι το «θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς» κι όχι το «τι έκανα Θεέ μου..;». Η ευκολία με την οποία πας παρακάτω, όσο μένεις ζωντανός.
Αυτή η σκηνή πλαισιώνεται από ηρεμία στο πριν και το μετά της, ώστε ως θεατής να μην νιώθεις βαθιά πληγωμένος από αυτό που συνειδητοποιείς για τον άνθρωπο, για το ίδιο σου το παρελθόν, για το δυνητικό της φύσης σου.
Από εκείνο το σημείο ως το τελευταίο 25λεπτο η ταινία παρουσιάζει μια ήρεμη ζωή στην Κοπεγχάγη, εν μέσω πολέμου. Μια νεαρή καλόγρια κι ένας στρατιώτης που φιλιούνται και ερωτευόνται. Ένα σχολείο που το λειτουργούν καλόγριες. Κοριτσάκια που μαθαίνουν τέχνες και άλλα μαθήματα, πάντοτε με θρησκευτικό κάλυμμα.
Μέχρι που έρχεται ένας ακόμα βομβαρδισμός. Στο σχολείο. Εδώ η ταινία ανεβαίνει επίπεδο. Ο σκηνοθέτης Όλε Μπόρνενταλ βάζει την κάμερα κάτω από τα χαλάσματα, δείχνει τα πρόσωπα παιδιών και ενηλίκων που έχουν γεμίσει με σοβάδες και χώμα, πρόσωπα που καίνε από τις εκρήξεις, πρόσωπα που τα δάκρυα τους τσούζουν το δέρμα.
Ο στρατιώτης παίρνει έναν φακό και ολομόναχος βυθίζεται στα χαλάσματα για να ψάξει για επιζώντες. Σέρνεται καθώς ένα ποτάμι από νερό αρχίζει να ρέει προς τα κατώτερα επίπεδα, εκεί όπου υπάρχουν εγκλωβισμένα παιδιά και η καλόγρια που ερωτεύτηκε.
Μια τρομερά δυνατή κινηματογράφιση κάνει το The Bombardment σε αυτό το σημείο μια από τις υπέρτατες ταινίες του είδους της. Πες μου πώς στέλνεις το μήνυμα του πολέμου, πώς εξηγείς τα σημαινόμενα και τα σημαίνοντα, χωρίς να χρειαστεί να το πεις με λέξεις. Αυτό είναι το The Bombardment.
Εκεί που δεν το περιμένεις, σε κάνει μέρος του, νιώθεις να εγκλωβίζεσαι εσύ στα χαλάσματα, να ασφυκτιάς, να φοβάσαι.
Ενώνει την ελπίδα με την απελπισία. Την αυτοθυσία με τον απόλυτα δικαιολογημένο φόβο του να βάλεις τη ζωή σου σε ρίσκο για να προσπαθήσεις να σώσεις κάποιον άλλον, δίχως να είναι και σίγουρο πως θα τα καταφέρεις.
Το 100% που έχει στο Rotten Tomatoes η ταινία, δεν χρειάζεται εξήγηση. Εκτυλίσσεται μπροστά σου.