Σε έναν μελλοντικό κόσμο, εκεί που κάποτε ήταν το μέρος που σήμερα οριοθετείται χωροταξικά από το όνομα της Βόρειας Αμερικής, υπάρχει πλέον το Έθνος της Πάνεμ, μια χώρα που αποτελείται από μια λαμπερή πρωτεύουσα και περιβάλλεται από 12 επαρχίες που ζουν μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια. Κάθε χρόνο σε αυτή τη χώρα διεξάγονται οι Αγώνες Πείνας, που μεταδίδονται ζωντανά από την τηλεόραση και σπάνε τις τηλεθεάσεις.
Οι Αγώνες Πείνας είναι μια πολύ βάρβαρη κατάσταση: κάθε μια από τις 12 επαρχίες της Πάνεμ αναγκάζεται από την πρωτεύουσα να στείλει από ένα αγόρι και από ένα κορίτσι και τα 24 άτομα που μαζεύονται επιδίδονται σε έναν αγώνα ζωής ή θανάτου. Στο τέλος θα μείνουν ζωντανοί μόνο δυο άνθρωποι και αυτοί θα είναι οι νικητές της διοργάνωσης. Η Κάτνις Έβερντιν, που ζει μόνη μαζί με τη μητέρα και τη μικρότερη αδερφή της, θα πάρει εθελοντικά τη θέση της αδερφής της στους Αγώνες. Χωρίς να το επιδιώκει πραγματικά, διεκδικεί σοβαρά τη νίκη. Αλλά για να επικρατήσει, θα πρέπει να κάνει επιλογές που τη φέρνουν σε σύγκρουση με την έμφυτη ανθρωπιά της και με τον έρωτα.
Αυτό είναι το περιβάλλον πάνω στο οποίο στήνεται το «Hunger Games» (Αγώνες Επιβίωσης), η ταινία που βασίζεται στο πρώτο μέρος της ομώνυμης τριλογίας μυθιστορημάτων της Αμερικανίδας συγγραφέως, Σουζάν Κόλινς και η οποία στριμάρει στο Netflix για να αποτελέσει μια πολύ καλή επιλογή, ειδικά για όσους είναι λάτρεις του Streampunk, του υποείδους επιστημονικής φαντασίας δηλαδή που δομείται πάνω σε περιβάλλοντα εντός των οποίων μοιάζει να συνδυάζεται ένα παρελθόν υπανάπτυκτο τεχνολογικά και ένα μέλλον υπερεξελιγμένο τεχνολογικά.
Όπως κάθε δυστοπική ιστορία που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και το «Hunger Games», μας παρουσιάζει μια μελλοντική πραγματικότητα που μοιάζει να έχει τρανταχτά κοινά σημεία με το σήμερα και μέσω αυτής μας καλεί να βγάλουμε συμπεράσματα για την κοινωνία του εδώ και του τώρα. Ξεκάθαρα, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία που θέλει να προκαλέσει παραλληλισμούς με τον τρόπο που η βιομηχανία του θεάματος χειραγωγεί τις μάζες. Αν μη τι άλλο, αυτό συμβολίζει το βάρβαρο αγώνισμα που παίζει κεντρικό ρόλο στην πλοκή της ταινίας και που ταυτόχρονα, αποτελεί ένα reality μαζικής τηλεθέασης.
Ο πιο «ψαγμένος» θεατής θα αντιληφθεί την συγγένεια του «Hunger Games» με το σοκαριστικό «Battle Royale» αλλά και σε μικρότερο βαθμό με το «Truman Show», συγγένεια πασπαλισμένη ωστόσο με ένα πιο νεανικό ύφος -στην καρδιά της περιπέτειας άλλωστε αναπτύσσεται ένα περίπου εφηβικό love story- και με όλους τους κανόνες μιας αγωνιώδους περιπέτειας επιβίωσης. Μπορεί οι 2 ώρες και τα 22 λεπτά του «Hunger Games» να μοιάζουν υπερβολικά μεγάλη διάρκεια αλλά στην πραγματικότητα, ο χρόνος κυλάει σαν νερό βλέποντάς το, καθώς η αγωνία φτάνει στα ύψη και μένει εκεί παρακολουθώντας το.
Από τα πιο αστραφτερά διαμάντια που βρίσκονται στο Netflix αυτόν τον καιρό.