Κάποιοι ορκίζονται ότι δεν είναι αυτός: Η σπάνια σκηνή του 25χρονου Κωνσταντάρα σε γαλλική ταινία του 1938 (Vid)

Κι όμως είναι…

Το όνομά του δεν αναφέρεται στους τίτλους αρχής, ούτε στο imdb. Η νεανική όψη του θυμίζει περισσότερο Γάλλο ζεν πρεμιέ, παρά τον… Λαμπρούκο που αγαπήσαμε μέσα από ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.

Λογικό λοιπόν το γεγονός ότι είναι ουκ ολίγοι εκείνοι που δεν πιστεύουν ότι στη σκηνή που ανέβασε ένας χρήστης του YouTube είναι ο Λάμπρος Κωνσταντάρας αυτός που βλέπουμε. Η αλήθεια βέβαια είναι μάλλον διαφορετική.

Καταρχάς εάν δεν είναι ο Κωνσταντάρας αυτός, τότε σίγουρα είναι ο χωρισμένος στη γέννα, δίδυμος αδερφός του. Έπειτα η διαδρομή του Κωνσταντάρα, η φωτογραφία, αλλά και όσα έγραψε για εκείνον ο δημοσιογράφος και συλλέκτης, Άρης Λουπάσης, επιβεβαιώνουν εν πολλοίς τον ισχυρισμό ότι είναι ο νεαρός Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο οποίος έκανε τα πρώτα του βήματα στην υποκριτική εκείνα τα χρόνια:

«22χρονος Λάμπρος Κωνσταντάρας σε ένα υπέροχο φωτογραφικό πορτραίτο στο Παρίσι το ’35 όπου εμφανίζεται ως ηθοποιός στο θέατρο και τον κιν/φο. Ο μεγάλος Έλληνας ηθοποιός καταφθάνει στην γαλλική πρωτεύουσα το ’31 μετά από προτροπή του θείου του Αχιλλέα για να σπουδάσει την τέχνη της χρυσοχοΐας συνεχίζοντας την παράδοση της οικογενειακής επιχείρησης που διατηρεί γνωστό κοσμηματοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας.

Εκεί θα εργασθεί στον διάσημο οίκο κοσμημάτων Cartier με τον ίδιο τον ιδιοκτήτη να είναι πρόθυμος να τον αναλάβει και να τον στηρίξει για να μάθει την συγκεκριμένη τέχνη με τον καλύτερο τρόπο. Η κοσμική και μποέμικη ζωή του Παρισιού συνεπαίρνει τον νεαρό Λάμπρο ο οποίος σύντομα αποχωρεί από τον οίκο καθώς δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις καθημερινές υποχρεώσεις.

Η αριστοκρατική και φίνα παρουσία του θα αποτελέσει το διαβατήριο για να γίνει μοντέλο σε διαφημίσεις της εποχής και στην συνέχεια η γνωριμία με τον ηθοποιό Φερνάν Μπελάν θα είναι η αφορμή να ασχοληθεί με την υποκριτική συμμετέχοντας σε παράσταση ως κομπάρσος υποδυόμενος έναν Ινδό. Στην συγκεκριμένη παράσταση διακρίνει την επιβλητική και ξεχωριστή προσωπικότητά του ο γνωστός Γάλλος ηθοποιός Λουί Ζουβέ ο οποίος του προτείνει να σπουδάσει στην σχολή του συμμετέχοντας παράλληλα και σε δικές του παραστάσεις.

Με το ψευδώνυμο Constant Darras εμφανίζεται στις Παριζιάνικες σκηνές και σε έξι ταινίες του Γαλλικού κιν/φου προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση στο κοινό καθώς υπήρξε πραγματικά ένας καλλονός της εποχής. Το ’38 επιστρέφει στην Ελλάδα για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις και εμφανίζεται παράλληλα στην σκηνή δίπλα στην μεγάλη κυρία του θεάτρου Κατερίνα Ανδρεάδη στην παράσταση “Τα παράσημα της γριούλας”. Στο ξέσπασμα του πολέμου βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου και με την επιστροφή του ξεκινάει μια λαμπρή καλλιτεχνική πορεία σαράντα χρόνων γεμάτη πρωτιές και επιτυχίες. Ο “άρχοντας” του ελληνικού θεάτρου και ένα “διαμάντι” του ελληνικού κιν/φου με την στόφα σπουδαίου ηθοποιού ευρείας γκάμας ρεπερτορίου που προσέφερε απλόχερα στο κοινό που τον αγάπησε ατέλειωτες συγκινητικές στιγμές».

Όσο για την πρώτη εν Ελλάδα ταινία του Λάμπρου Κωνσταντάρα, αυτή κυκλοφόρησε δυο χρόνια μετά. 1940 στις κινηματογραφικές αίθουσες της εποχής κάνει πρεμιέρα το «Τραγούδι του χωρισμού». Η μοναδική σκηνοθετική απόπειρα του Φιλοποίμενα Φίνου, στο ντεμπούτο του Λάμπρου Κωνσταντάρα, που τα ίχνη της χάθηκαν για πάνω από μισό αιώνα!

Στο «Τραγούδι του χωρισμού», ως ζεν πρεμιέ της εποχής, υποδύεται τον Κωνσταντή. Έναν φτωχό ψαρά στην Ύδρα τον οποίο ερωτεύεται η πλούσια Αθηναία Μιράντα (Λήδα Μιράντα) κατά την διάρκεια των διακοπών της και προσπαθεί να τον κλέψει από την επίσης φτωχή πλην τίμια Ζωίτσα (Ευγενία Δανίκα).

Ωστόσο αυτό το φιλμ χάθηκε για 54 ολόκληρα χρόνια αφού το 1940 ήταν η χρονιά που η Ελλάδα μπήκε στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Γερμανοί κατακτητές επέταξαν το σπίτι του Φίνου στο οποίο κρατούσε ένα αντίτυπο και φυσικά δεν σεβάστηκαν πολλά πράγματα. Η ταινία θεωρήθηκε εξαφανισμένη μέχρι το 1994 όταν και εντελώς αναπάντεχα βρέθηκε ένα αντίτυπό της στην Αίγυπτο. Τότε η Ταινιοθήκη της Ελλάδας ανέλαβε να αποκαταστήσει την φθαρμένη κόπια, όπως και τελικά έγινε.

Πάντως την εποχή της πρώτης προβολής της η ταινία δεν έτυχε και της καλύτερης υποδοχής από τον Τύπο, εισπράττοντας μάλλον μετριότατες κριτικές, αν και γενικότερα άρεσε στον κόσμο. Ωστόσο τα εισιτήρια που έκοψε δεν στάθηκαν αρκετά για να την καταστήσουν οικονομικά επιτυχημένη. Μάλιστα ο ίδιος ο Φίνος είχε πει γ’ αυτήν: «Ο Μπόγρης (σ.σ σεναριογράφος) μας έδωσε ένα ωραίο σενάριο και εμείς φτιάξαμε ένα πιλάφι»…