Η καλύτερη στο είδος της εδώ και 10 χρόνια: Το αδυσώπητο φιλμ των 120 λεπτών που έκαψε όλα μας τα κύτταρα (Vid)

Χειροκρότημα για τον τρόπο του το προσπάθησε...

Τι είναι αυτό που κάνει πετυχημένο ένα franchise σε βάθος χρόνου; Τι είναι αυτό που το κάνει διαχρονικό; Που το κάνει το ίδιο ελκυστικό μέσα στις δεκαετίες της ύπαρξής του τόσο στα μάτια των ανθρώπων που αποτέλεσαν το αρχικό κοινό του όσο και στην νέα γενιά που αντιλαμβάνεται τις παλιές ταινίες ως κλασικές και τις νέες ως μια must see κινηματογραφική εμπειρία. Η απάντηση είναι εξής: η τέλεια εξισορρόπηση ανάμεσα στο σήμερα και το χθες.

Πολλά franchise απέτυχαν και ξέφτυσαν ακριβώς επειδή έγιναν πέρα για πέρα επαναλαμβανόμενα. Άλλα ακολούθησαν τον ακριβώς αντίθετο δρόμο, αυτόν της αγνόησης του παρελθόντος και του εμβολιασμού με εντελώς καινούρια στοιχεία αλλά είδαν την παλιά γενιά να τους γυρνάει την πλάτη και την στοιβαρότητα στα μάτια της νέας γενιάς να χάνεται. Όταν όμως καταφέρνεις να εξελίσσεις το franchise εκσυγχρονίζοντάς το με νέα στοιχεία καταφέρνοντας ταυτόχρονα να διατηρείς ανέγγιχτη την παράδοσή του -μια ισορροπία που δεν είναι καθόλου απλή- τότε ναι, έχεις το απόλυτα διαχρονικό franchise.

Αυτή ακριβώς είναι η επιτυχία του «Scream» και ο λόγος που 25 χρόνια μετά την πρώτη, θρυλική ταινία του Γουές Κρέιβεν, κάθε νέα προσθήκη στο franchise κάνει ένα σωρό φαν του horror είδους να συρρέουν μαζικά στις αίθουσες με τρελό ενθουσιασμό για να την απολαύσουν. Το «Scream 6» δεν ξεφεύγει από τον συνολικό θρίαμβο αυτού του franchise, το οποίο αν και έδειχνε πως έχει κορρεστεί μόλις από το τρίτο μέρος του, έκανε ένα γενναίο restart και μας παρέδωσε άλλες τρεις ταινιάρες που χαίρεσαι να τις βλέπεις.

Μόλις ένα χρόνο μετά το θαύμα της πέμπτης ταινίας, το franchise με τον Ghostface επανέρχεται με καταπληκτικά αποτελέσματα. Και από το πρώτο λεπτό της ταινίας γίνεται πέρα για πέρα κατανοητό πως έχει την διάθεση να υπερβεί κανόνες απαραβίαστους από την ίδια την παράδοση του είδους του: η σχεδόν ιεροτελεστική αρχική σεκάνς που μας «συστήνει» τον δολοφόνο μέσω μιας δολοφονίας είναι κάτι τόσο καινούριο που σου δίνεται η εντύπωση πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αποφασιστική διέρυνση της φυσιογνωμίας του Scream.

Το στήσιμο δε των γεγονότων έχει αλλάξει για τα καλά πλαίσιο. Από όλες τις ταινίες της σειράς άλλωστε μόνο η τρίτη (και χειρότερή της) απεγκλώβισε την δράση από τα πλαίσια της μικρής κωμόπολης του Γουίνσμπορο αλλά ακόμα και εκείνη, εξελισσόμενη στο Χόλιγουντ, την μετατόπισε σε ένα άλλο «κλειστοφοβικό» περιβάλλον, αυτό των κινηματογραφικών στούντιο της αμερικάνικης κινηματογραφικής βιομηχανίας. Αντίθετα, το «Scream 6» στέλνει την δράση κυριολεκτικά σε ένα «μεγαλύτερο» περιβάλλον.

Επί της ουσίας είναι η πρώτη φορά που ο Ghostface δρα στη μεγαλούπολη: όλο το καστ που εισήχθη στην προηγούμενη ταινία εδώ έχει μεταφερθεί στην Νέα Υόρκη και υπάρχουν ορισμένες σκηνές πραγματικά απολαυστικές που δεν θα είχαν την ίδια δυναμική αν δεν εξελισσόντουσαν μέσα στο απρόσωπο περιβάλλον της αμερικάνικης μητρόπολης. Ταυτόχρονα, αυτή η απρόσωπη συνθήκη δίνει και άλλη υπόσταση στον ίδιο τον Ghostface.

Εδώ ο δολοφόνος μοιάζει πιο τρομακτικός και πιο επιβλητικός από ποτέ, προσομοιάζει με υπεράνθρωπο ενώ και η ίδια η μεθοδολογία του αποτελεί μια συνειδητή εξέλιξη όλης της δολοφονικής παράδοσης που υπηρετεί. Όλη αυτή η διαφοροποίηση στην προσέγγιση σε συνδυασμό με τα παραδοσιακά στοιχεία του καταιγισμού meta σχολιασμού, του νεανικού ύφους αλλά και των πινελιών χιούμορ μέσα στα τεκταινόμενα κάνει το τελικό αποτέλεσμα να φυσάει.

Είναι αλήθεια βέβαια πως θα θέλαμε λίγο μεγαλύτερη ιεροσυλία ως προς κάποιους «κανόνες». Άλλωστε, η ίδια η ταινία φροντίζει νωρίς-νωρίς να σε ψήσει πως «εδώ δεν υπάρχουν κανόνες» αλλά ορισμένους εξ’ αυτών και μάλιστα, εκείνους που πρέπει επιτέλους να μείνουν για τα καλά πίσω, τους αντιμετωπίζει με υπερβολικό σεβασμό. Αν εξαιρεθεί ωστόσο αυτό το ψεγάδι, το «Scream 6» είναι δεδομένο πως στριμώχνεται μαζί με τις υπόλοιπες εξαιρετικές στιγμές ετούτου του horror franchise που οδεύει στο να μεγαλώσει και μια δεύτερη γενιά μέσα στα σινεμά…