Όσο κι αν η τέχνη είναι μια διαδικασία που την ξεκινάει κανείς για να εκφράσει μια δική του ανάγκη, κάτι το εσωτερικό, στο τέλος της ημέρας σε νοιάζει λίγο και η αποδοχή, η αναγνώριση. Για τον Τζιμ Τζάρμους αυτή ήρθε με το Paterson το 2017.
Έχει κάνει πολλές υπέροχες ταινίες ο Τζάρμους. Και δεν τον ένοιαξε ποτέ να ταιριάξει σε κάποιο καλούπι που θα τον πάει στα Όσκαρ ή θα τον εδραιώσει στους χολιγουντιανούς κύκλους.
Παρόλο που ήταν και είναι ο ανένταχτος, έχει καταφέρει να τον ακολουθούν κάποιοι ηθοποιοί με κλειστά μάτια, όπως ο Μπιλ Μάρεϊ και η Τίλντα Σουίντον.
Στο Paterson, αυτοί οι δύο δεν ήταν παρόντες. Αντιθέτως, ο Τζάρμους είχε ως επί το πλείστον μπροστά του ένα καστ με το οποίο αναζητούσε την ώρα των γυρισμάτων τους κώδικες επικοινωνίας.
Δεν ήταν εύκολο. Εικάζουμε όμως πως δεν ήταν και τρομερά δύσκολο, από τη στιγμή που η ταινία είναι ένα one man show, με έναν κεντρικό χαρακτήρα και όλοι οι υπόλοιποι είναι σε δεύτερο πλάνο.
Κι όταν σε αυτή τη συνθήκη βάλει κάποιος τον Άνταμ Ντράιβερ, τότε σίγουρα το έργο του Τζάρμους διευκολύνεται αρκετά.
Τοποθετημένη στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσι, η ταινία μας μεταφέρει στην ζωή του Πάτερσον, ενός οδηγού λεωφορείου που οι γονείς του αγαπούσαν τόσο το μέρος αυτό, ώστε τον ονόμασαν έτσι.
Ο Πάτερσον είναι ένας οδηγός λεωφορείου με βαθιές ανησυχίες. Από τον καθρέφτη του λεωφορείου παρατηρεί επισταμένως όσους μπαίνουν, κοιτάζει τις αντιδράσεις τους, τις καταγράφει στο μυαλό του και αρκετές φορές εμπνέεται από κάτι που θα δει ή από την ιστορία που θα φανταστεί ότι φέρει ένας άνθρωπος.
Γι΄αυτό έχει πάντα μαζί του ένα σημειωματάριο και γράφει τα ποιήματα του. Ποιήματα που τα μοιράζεται σε συγκεκριμένες στιγμές με τη γυναίκα του στο ήρεμο και μικρό σπίτι τους. Ποιήματα που τα κουβαλάει, αλλά θα επιλέξει να τα πει σε έναν ξένο, σε έναν παντελώς άγνωστο για τον ίδιο.
Με τους γνωστούς υπάρχει το εξής πρόβλημα: τους ξαναβλέπεις, σε κοιτάζουν και βλέπεις στα μάτια τους πως σε έχουν συνδέσει με τα γραπτά σου. Και σιγά σιγά αρχίζουν να παρεμβαίνουν, να εισβάλλουν. Σου ζητάνε να τα δημοσιεύσεις, να τα μοιραστείς κι εσύ δεν θες. Αυτό είναι ο Πάτερσον.
Κι ίσως να είναι η δική του εσωτερική επιθυμία που προκαλεί την καταστροφή του σημειωματάριου του και χάνονται όλα όσα έχει γράψει, λίγο πριν ενδώσει στην πίεση της γυναίκας του να εκδώσει τα ποιήματα.
Σαν η ψυχή του να θέλησε να μείνει για πάντα σε αυτές τις σελίδες και να μην πάει κάπου αλλού μέσα από τις σελίδες μιας έκδοσης.
Μέσα από τον Πάτερσον και την χαμηλοτάβανη ζωή του, ο Τζάρμους αποτυπώνει τη ζωή στο Νιου Τζέρσι, μια πολιτεία που στην ουσία είναι η ουρά της Νέας Υόρκης, σαν ένα προάστιο της, το μαύρο πρόβατο, το αποπαίδι. Δεν έχει γκλαμουριά. Είναι γεμάτη από Μπρονξ, χωρίς Μανχάταν και Μπρούκλιν.
Το Paterson είναι μια από τις ιδανικότερες ταινίες για βράδυ Δευτέρας. Έχουν αυτή την μελαγχολία του σαββατοκύριακου που προηγήθηκε και ήταν ωραίο, αλλά είναι παρελθόν και πρέπει να περιμένεις 3-4 μέρες για να ζήσεις εκτός της ρουτίνας, αλλά και ταυτόχρονα την δυσθυμία του ότι ακολουθεί η Τρίτη.
Έχει όμως και την αποτύπωση μιας συντροφικότητας με όρους όχι εξιδανίκευσης, αλλά με την ταπεινότητα που σε ενοχλεί όταν υπάρχει στη ζωή σου και θες να την αλλάξεις, να ανεβάσεις τον πήχη σου. Αλλά στους άλλους την βλέπεις και τελικά νιώθεις όμορφα με αυτό.
Η ταινία μπορεί να μην ήταν υποψήφια στα Όσκαρ του 2017, αλλά είχε για πρώτη φορά για τον Τζάρμους τα τελευταία πολλά χρόνια ένα oscar buzz, χωρίς να έχει mainstream θεματική, αισθητική ή σκηνοθεσία.
Είναι μια ταινία ευρωπαϊκής προσέγγισης, αλλά όχι βαριά. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, σαν πρόγονος του πιο χολιγουντιανού The Marriage Story.
Θα το βρεις στο Cinobo.