Το 2017, ο Τομ Φορντ, που κατά βάση είναι σχεδιαστής μόδας και μάλιστα από τους πιο σημαντικούς στις ΗΠΑ, κυκλοφόρησε μόλις την δεύτερη ταινία του. Οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο που άκουγε στο όνομα «A Simple Man» και έμοιαζε να είναι σε μεγάλο βαθμό μια ιστορία με μπόλικα αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο Φορντ παρουσίασε στα παγκόσμια κινηματογραφικά κοινά το «Nocturnal Animals» με τον Τζέικ Τζίλενχααλ και την Έιμι Άνταμς.
Ήταν φαινομενικά ένα ερωτικό δράμα με δύο πασίγνωστους ηθοποιούς και ως τέτοιο το αντιλήφθηκαν όσοι πήγαν στο σινεμά να το δουν. Ωστόσο εκεί ανακάλυψαν πως ο Τομ Φορντ είχε κάτι πολύ πιο πολυεπίπεδο στο μυαλό του: η ταινία ήταν μια τεράστια ειρωνία στον κόσμο της αστικής τάξης, ένα μανιφέστο για τη μοναξιά, την εκδίκηση αλλά και την αυτοναφορικότητα που έρχεται σετ με τα προνόμια για να μετουσιωθεί σε έναν μεγάλο καμβά τύψεων.
Με όχημα όλα τα παραπάνω, το «Nocturnal Animals» μετουσιωνόταν από το πουθενά σε ένα θρίλερ και μάλιστα πέρα για πέρα ψυχοφθόρο και σοκαριστικό: κάτι σαν bad trip για την πρωταγωνίστρια που ζει σε ένα χρυσό κλουβί με τον πάμπλουτο συζυγό της και την τρώνε η μοναξιά και οι τύψεις για το γεγονός ότι κάποτε χώρισε τον μοναδικό μεγάλο έρωτά της για να ζήσει στα πλούτη. Και όταν, 20 χρόνια μετά τον επίπονο αυτό χωρισμό, λαμβάνει ταχυδρομικά το μυθιστόρημα του μακρινού πρώην της και το διαβάζει, νιώθει πως έχει γραφτεί αποκλειστικά για αυτή.
Εδώ είναι που το «Nocturnal Animals» γίνεται πρωτοποριακό: το εν λόγω μυθιστόρημα είναι ένα αστυνομικό θρίλερ και καθώς η πρωταγωνίστρια το διαβάζει βλέπουμε επί της ουσίας την οπτικοποίησή που η ίδια κάνει σε αυτό. Και ξαφνικά η ταινία αλλάζει είδος και γίνεται ένα σοκαριστικό horror εκδίκησης που σου κόβει την ανάσα. Και μέσα από τα μάτια της αντιλαμβανόμαστε το στόρι του μυθιστορήματος ως μια αλληγορία για τη σχέση της με τον συγγραφέα του.
Τελικά, δύσκολα μπορούμε να ταξινομήσουμε την ταινία στο είδος του ερωτικού δράματος με τόση ευκολία όση αρχικά μας διακατείχε: το θρίλερ ηγεμονεύει τόσο αποτελεσματικά στο επί της οθόνης αποτέλεσμα που εν τέλει το «Nocturnal Animals» μετουσιώνεται σε μια αταξινόμητη ταινία, ένα sui generis έργο που μπαίνει βαθιά κάτω από το πετσί σου και σε καθορίζει με τόσο αποτελεσματικό βαθμό που ακόμα και σήμερα, 8 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, μοιάζει πολύ δύσκολο να φύγει από το μυαλό σου.
Η ταινία ωστόσο απογειώνεται εξαιτίας του επιβλητικού, κατάμαυρου ψυχολογικά και πέρα για πέρα διφορούμενου φινάλε της. Ενός φινάλε που μοιάζει αντικλιμακωτικό όπως η πλοκή εξελίσσεται αλλά σε αφήνει με μια σειρά πιθανοτήτων στο μυαλό για το τι εν τέλει έγινε που αναγκαστικά τελειώνοντας η ταινία θες να την συζητήσεις επί ώρες. Δεν θα κάνουμε spoiler ως προς αυτό ωστόσο πρέπει να αναφερθεί: το «Nocturnal Animals» καταφέρνει μέσω της αινιγματικής αφήγησής του και της μυστήριας κατακλείδας του να αποτελέσει μια ταινία που την βιώνεις και μετά την θέασή της, νιώθεις την ανάγκη να μοιραστείς με άλλους τις σκέψεις που σου προκαλεί.
Και εν τέλει, αυτός είναι ο μεγάλος θρίαμβος της ταινίας: η παραμονή της μέσα στο μυαλό του θεατή για πολύ καιρό μετά την λήξη της. Αυτός είναι ο ορισμός του συγκλονιστικού, μεγαλειώδους, πρωτοποριακού σινεμά.