Κάποια στιγμή, στα τελευταία 30 λεπτά της ταινίας Hunger, ακούγεται η φράση «δε σε πληρώνω για να μου φτιάχνεις τα πιάτα ενός άλλου σεφ». Αυτή είναι μια ατάκα που θα μπορούσαμε άνετα να πούμε στον σκηνοθέτη της ταινίας που είναι στην κορυφή των trends του Netflix.
Ο Ταϊλανδός σκηνοθέτης ονόματι Σιτισίρι Μονγκολσίρι είχε την ευκαιρία μέσα από αυτή την ταινία να συστηθεί σε όλο τον δυτικό πολιτισμό. Και το έκανε με τρόπο που δεν είναι ούτε ο καλύτερος δυνατός, ούτε και ο χειρότερος.
Το Hunger είναι σαν να έβαλε κάποιος σε ένα μπλέντερ τη Μουλάν, το The Menu, το The Bear, το Squid Game, το MasterChef και τον Εφιάλτη Στην Κουζίνα και το αποτέλεσμα είναι ένας αχταρμάς.
Ένας αχταρμάς τον οποίο με κάποιον απίθανο τρόπο ο σκηνοθέτης καταφέρνει να κάνει σε κάποια σημεία του ελκυστικό. Αλλά συνολικά, δεν αποφεύγει τα ανυπόφορα κλισέ και καταφεύγει σε ακραιότητες χωρίς ουσία.
Για την ακρίβεια, μοιάζει να κοπιάρει νόρμες αμερικάνικου σινεμά, να έχει υποταχθεί ενδεχομένως αρκετά στις πιέσεις του Netflix να κάνει μια πιο «δυτική» ταινία και το Hunger είναι αποδιοργανωτικό για τον θεατή.
Υπάρχουν ταινίες που έχουν καταπληκτικό σενάριο και η εκτέλεση της σκηνοθεσίας είναι υποβιβαστική. Εδώ δεν είναι τέτοια περίπτωση, αλλά μια σπάνια φορά που βλέπουμε το αντίθετο. Έχουμε ένα αδιάφορο εώς κακό σενάριο το οποίο ο σκηνοθέτης το αναβαθμίζει, αλλά πόσα να κάνει κι αυτός ο έρμος;
Έχουμε μια σκηνή όπου οι πλούσιοι τρώνε τα γκουρμέ πιάτα, τα οποία είναι προϊόν βίας από τον σεφ στα μέλη της κουζίνας. Εφιάλτης στην Κουζίνα.
Στην ίδια σκηνή βλέπουμε την μπουρζουαζία να τρώει το κρέας με την κόκκινη σος που μοιάζει σαν να το τρώνε ωμό και να στάζει το αίμα από τα χείλη τους, ενώ κάποιοι γλείφουν και το πιάτο. Ένας κοινωνικός σχολιασμός που θυμίζει κάτι από The Menu ή τη σκηνή με τους πλούσιους που κακοποιούν τους σερβιτόρους στο Squid Game.
Μια τίμια κοπέλα που φεύγει από το φαγάδικο της οικογένειας της για να πάει να δοκιμαστεί στην κουζίνα του αυστηρού και βίαιου σεφ, με σκοπό να τα καταφέρει, φτάνει ένα βήμα από το να κερδίσει αυτή τη μάχη, αλλά τελικά είναι τόσο ψυχοφθόρο το fine dining που γυρίζει στις ρίζες της για να αναλάβει το μαγαζί των δικών της και να το αναβαθμίσει. Πολύ όμοιο με το The Bear.
Μια κοπέλα που πάει σε μια αποστολή καθαρά προσωπική, θέλει να αποδείξει πράγματα στον εαυτό της, αλλά στο ξεκίνημα βρίσκεται κοντά στην αποτυχία. Μέχρι που, αρκετά εύκολα θα λέγαμε, γυρίζει την παρτίδα και καταφέρνει να κερδίζει τον σεφ με το πώς ψήνει το κομμάτι κρέατος. Να και η Μουλάν.
Είναι κακό να αντλείς ιδέες, συνειδητά ή ασυνείδητα, από πράγματα που ίσως να έχεις δει, να έχεις ακούσει ή κάπως να έχουν μπει στο μυαλό σου; Όχι. Αλλά χρειάζεται λίγο να ξέρεις και τι να χρησιμοποιήσεις, τι να τιμήσεις και πώς να το πετύχεις χωρίς να στερείται στέρεων θεμελίων.
Στο Hunger δεν φαίνεται και για μια σπάνια φορά δεν φταίει η σκηνοθεσία – η οποία δεν είναι και κάτι το υπερβατικό, αλλά υπάρχουν κάποιες σκηνές, ειδικά με την κόκκινη σάλτσα ή με το ψήσιμο του κρέατος που σε μαγνητίζουν.
Ίσως τελικά αυτό το κείμενο να είναι αντιφατικό γιατί δεν ήταν στόχος να βγει τόσο επιθετικό προς το Hunger. Για να βγήκε όμως, κάποιος υποσυνείδητος λόγος θα υπάρχει, κάποιες διαδικασίες θα κινήθηκαν στον υπογράφοντα ώστε να προσπαθήσει να αποτρέψει εσένα που διαβάζεις από 2.5 ώρες χαμένες.