Σήμερα θα κέρδιζε μίνιμουμ 6 Όσκαρ: Η ταινία-ορόσημο του Netflix που η Ακαδημία αδίκησε κατάφωρα

Έπεσε βαριά στον πολύ κόσμο και το πλήρωσε...

Ο Τζον Λε Καρέ υπήρξε ένας από τους πιο ώριμους και ιδιαίτερους συγγραφείς του κατασκοπικού και αστυνομικού είδους λογοτεχνίας. Κοινωνικά ευαισθητοποιημένος και βαθιά ανθρωποκεντρικός, ο Βρετανός πρώην συνεργάτης των μυστικών υπηρεσιών και ανακριτής των φυγάδων του ανατολικού μπλοκ την περίοδο του ψυχρού πολέμου, αφού κατανόησε την βρώμικη πλευρά του συστήματος που υπηρέτησε παρέδωσε μια σειρά βιβλίων που ήταν κάτι περισσότερο από καλά δομημένες ιστορίες του είδους: πέρα από το αριστοτεχνικό σασπένς, η βαθιά κριτική ματιά του Λε Καρέ για τις δομές με τις οποίες καταπιάνεται αποτελεί το βασικό σήμα κατατεθέν του.

Δεν είναι βέβαια να απορεί κανείς ούτε για το γεγονός ότι το Χόλιγουντ έχει μεταφέρει στο σινεμά ουκ ολίγες δημιουργίες του αλλά ούτε και το ότι αυτές έχουν μείνει σχετικά αγνοημένες από τα ευρεία κοινά, πολύ μακριά από την αναγνώριση που θα τους άξιζε αφού οι εσωτερικοί ρυθμοί που εκ των πραγμάτων κουβαλάει η αφήγησή τους πέφτει κομματάκι βαριά σε θεατές που περιμένουν από μια κατασκοπική ιστορία τις παραλλαγές των εντυπωσιακών περιπετειών του Τζέιμς Μποντ – το κοινό της λογοτεχνίας είναι, φυσικά, μια άλλη περίπτωση.

Μια από αυτές τις μεταφορές είναι ο «Επίμονος Κηπουρός» του 2005 με τον Ρέιφ Φάινς και την Ρέιτσελ Βάις, ταινία η οποία βρίσκεται αυτές τις μέρες στο Netflix και αυτό αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία για να υπάρξει μια μικρή «διόρθωση» της αδικίας για το ότι η εν λόγω ταινία δεν εκτιμήθηκε όσο έπρεπε στην εποχή της.

Η ιστορία ακολουθεί την ιστορία του Βρετανού διπλωμάτη Τζάστιν Κουέιλ (Ρέιφ Φάινς) στην Κένυα, εκεί όπου προσπαθεί να διαλευκάνει τον φόνο της συζύγου του, Τέσα (Ρέιτσελ Βάις) που ήταν ακτιβίστρια στην περιοχή. Ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αφρική, η Τέσα ανακαλύπτει πως μία φαρμακευτική εταιρεία που προμηθεύει φάρμακα για το AIDS, δίνει παράλληλα δωρεάν φάρμακα για τη φυματίωση, χρησιμοποιώντας τους παραλήπτες ως πειραματόζωα.

Όταν εκείνη πηγαίνει βρίσκεται δολοφονημένη, ο Τζάστιν αρχίζει να ερευνά την υπόθεση. Έπειτα από πολλές προσπάθειες θα βρει τα αίτια της δολοφονίας της και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να γίνει και ο ίδιος παραλήπτης πολλών απειλών για τη ζωή του. Σύντομα οι έρευνές του θα τον φέρουν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα μιας μεγάλης φαρμακευτικής εταιρείας.

Η ταινία αν και υπήρξε εμπορική επιτυχία δεν άντεξε ιδιαίτερα στον χρόνο. Η Ακαδημία των Όσκαρ την αγνόησε προκλητικά στις υποψηφιότητες για το «χρυσό αγαλματάκι» της Καλύτερης Ταινίας και από τις τέσσερις κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε υποψήφια, (Β΄ Γυναικείου Ρόλου για την Ρέιτσελ Βάις, Διασκευασμένου Σεναρίου, Καλύτερου Μοντάζ και Πρωτότυπης Μουσικής Επένδυσης) θριάμβευσε μόνο στη μία, αυτή του Β’ Γυναικείου Ρόλου για την Ρέιτσελ Βάις.

Ο Βραζιλιάνος Φερνάντο Μεϊρέλες, που λίγα χρόνια πριν είχε γνωστός παγκοσμίως με την «Πόλη του Θεού» εδώ χρησιμοποίησε μια πολύ πιο απλή αφήγηση, μακριά από τον φρενήρη ρυθμό που υπήρξε σήμα κατατεθέν του αλλά κατάφερε να «πιάσει» στο έπακρο την ψυχολογική και συναισθηματική πορεία ενός πρωταγωνιστή που πέρα από το ηθικό καθήκον του να δικαιώσει την φήμη της γυναίκας του έχει να διαχειριστεί το μεγάλο βάσανο της απώλειας. Βαριά θέματα για τα Όσκαρ και για τα μεγάλα κοινά αλλά παρ’ όλα αυτά, οι θεματικές μιας αληθινής ταινιάρας…