High Fidelity ταινία

Με έναν χαμένο πρωταγωνιστή: Δες απόψε την αντιρομαντική κομεντί που 22 χρόνια μετά παραμένει αριστούργημα (Vid)

Πώς εξελίχθηκε έτσι η καριέρα αυτού του τύπου;

Θυμίζει ο Τζον Κιούζακ έναν Μάθιου ΜακΚόναχι αρκετά πριν τον ΜακΚόναχι; Θα μπορούσε να το πει κάποιος με την έννοια ότι έκαναν για ένα μεγάλο διάστημα χαζορομαντικές κομεντί ταινιες με διαφορά κάποιων ετών. Όπως ο Κιούζακ με το High Fidelity.

Μόνο που το High Fidelity δεν είναι χαζορομαντικό. Το αντίθετο. Είναι αντιρομαντικό και ευφυέστατο σενάριο, όχι μόνο για το 2000, όταν κυκλοφόρησε η ταινία, αλλά και για σήμερα.

Έχοντας την ευκαιρία να το δούμε πρώτη φορά μέσω του Disney+, γιατί όταν βγήκε δεν έτυχε, όπως δεν έτυχε και όλα αυτά τα 22 χρόνια, το High Fidelity ήταν σαν ένα κράμα στοιχείων. Είχε κάτι από Mulholand Drive σε κάποια σημεία, είχε κάτι από Trainspotting, μας οδήγησε εν γένει σε αρκετές αναγωγές.

Πρόκειται για μια ταινία που δεν έχει εκτιμηθεί όσο έπρεπε και ελάχιστα την έχουν αναφέρει σε ταινίες της περασμένης 20ετίας που πρέπει να δεις. Αν και στην τέχνη δεν χωρούν τα πρέπει, αλλά μόνο οι ανάγκες της στιγμής, το High Fidelity ακουμπάει λίγο από τα πρέπει.

Αλλά είναι και ταινία που, αφού την δεις, κατανοείς πως δεν έχει συγκεκριμένη στιγμή για να την δεις. Σαν να έρχεται από μόνη της να σου κάνει το κλικ, σαν να σου ψιθυρίζει ο Τζον Κιούζακ, όπως ψιθυρίζει στην ταινία προς τον θεατή σπάζοντας τον 4ο τοίχο, «ε, ψιτ, φίλε, ήρθε η ώρα να με δεις».

Ο Κιούζακ μπορεί να μην συμπεριληφθεί ποτέ σε λίστες με κορυφαίους ηθοποιούς, και δικαίως, αλλά με το High Fidelity (και κανά δυο ακόμα ταινίες όπως Serendipity, Say Anything και το Better of Dead) θα έχει συνδεθεί με μερικές πολύ γλυκά παράξενες αφηγήσεις σε όσους έχουν δει ένα μεγάλο κομμάτι της φιλμογραφίας του που μοιάζει να έπιασε το ζενίθ της κάπου στις αρχές του 21ου αιώνα.

Στο High Fidelity υποδύεται και έναν ρόλο που αλίμονο αν δε μπορούμε να βρούμε ταύτιση εμείς οι ταλαιπωρημένοι άντρες του Menshouse (o εξής ένας βασικά, γεια σου Στέργιε όλα καλά;).

Ο Ρομπ είναι ένας άντρας που βρίσκεται σε όλα τα στοιχεία της ζωής του ένα βήμα από την κατάρρευση. Έχει ένα δισκάδικο που δεν πολυτσουλάει και το τρέχει μαζί με δύο τελειωμένους φίλους του. Άλλες παρέες δεν έχει. Η ερωτική του ζωή συνοψίζεται σε χωρισμούς, με τις γυναίκες να τον παρατάνε και τον ίδιο να μην καταλαβαίνει ποτέ τον λόγο.

Κατά βάση όμως γνωρίζει πολύ καλά ότι φταίει που μένει στάσιμος, που δεν εξελίσσεται. Για τον ίδιο το να παραμένει βυθισμένος στις μουσικές και στην ρέμπελη ζωή του, αποτελεί εξέλιξη. Αλλά δεν είναι.

Και γι’ αυτό η Λόρα, η τελευταία του σχέση, τον χωρίζει και καταλήγει με έναν τύπο που στη θεωρία δε θα περίμενες ποτέ να είναι επιλογή καλύτερη από τον Ρομπ.

Σε αυτό το αόρατο για τον ίδιο τέλμα, ο Ρομπ αποφασίζει να πάρει τηλέφωνο τις πρώην του και κάνει μια ανασκόπηση των σχέσεων του που τελείωσαν άδοξα, παρέα με τον θεατή, στον οποίο περιγράφει τις κινήσεις του που οδήγησαν στο τέλος.

Καθώς αναμοχλεύει αυτές τις σχέσεις, πιστεύοντας ότι θα έβρισκε το πόσο προβληματικός είναι, έρχεται ενώπιον μιας ανακάλυψης: τελικά δεν είναι όσο προβληματικός πίστευε. Αντιθέτως, μετά από εκείνον, οι γυναίκες έμπλεξαν με άντρες που τις έκαναν να εκτιμήσουν τον Ρομπ.

Είναι όμως και αυτή η αναζήτηση που αλλάζει τον Ρομπ και τον φέρνει πιο κοντά σε αυτό που ήθελε η Λόρα τελικά. Στο High Fidelity υπάρχει αυτό το happy end και είναι αρκετή αυτή η παρηγοριά για τον μπάκουρο θεατή να εκτιμήσει, πέραν της σκηνοθετικής-καλλιτεχνικής προσέγγισης που είναι άρτια, και το ίδιο το στόρι.

Το High Fidelity διακρίνεται για ένα καταπληκτικό μοντάζ που αναδεικνύει τα χρονικά μπρος-πίσω και με το ευφυές χιούμορ του σεναρίου, με την εξτραβαγκάντσα που αποτυπώνεται στους χωρισμούς του Ρομπ, κατατάσσεται στις 4-5 καλύτερες ρομαντικές κομεντί της 20ετίας, έστω μέσα από τον άκρατο αντιρομαντισμό της.