Εν αρχή ην ο «Νονός» του Φράνσις Φορντ Κοπόλα το 1972. Η ταινία που άλλαξε το σινεμά και έκανε το είδος των μαφιόζικων ταινιών να συγκαταλέγεται από τότε και για πάντα στην άτυπη κατηγορία των «σκεπτόμενων» δημιουργιών του Χόλιγουντ. Πολλοί καταξιωμένοι σκηνοθέτες του Χόλιγουντ είχαν την ευκαιρία να αναλάβουν τα γυρίσματα του «Νονού», άπαντες την απέρριψαν γιατί θεώρησαν πως το στόρι δεν αντιστοιχεί στο κύρος τους προτού τελικά την αναλάβει ο άγνωστος τότε Φράνσις Φορντ Κόπολα. Ένας από εκείνους που την απέρριψαν ήταν ο Σέρτζιο Λεόνε.
Η δεκαετία του ’60 υπήρξε η πιο εμπνευσμένη για τον Λεόνε. Η ανάσταση του γουέστερν οφειλόταν αποκλειστικά σε εκείνον και οι προτάσεις για νέες ταινίες έπεφταν σωρηδόν στα πόδια του. Εκείνος είχε γίνει πολύ επιλεκτικός και δεν το μετάνιωσε. Αλλά η απόρριψη του «Νονού» ήταν η εξαίρεση: μετά το γουέστερν είχε χάσει την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει και ένα ακόμα κινηματογραφικό είδος. Ήταν ασυγχώρητο.
Όμως κάθε εμπόδιο για καλό: ο Λεόνε πήρε απόφαση να αφιερώσει όλη την καριέρα που του απέμενε για να διορθώσει αυτό το λάθος. Αυτός ήταν και ο λόγος που από το 1971 μέχρι και το 1984 δεν έβγαλε καμία ταινία: από την προβολή του «Νονού» και μετά -το 1972 δηλαδή- προετοίμαζε το κύκνειο άσμα του, που έπρεπε να είναι η απάντηση στην ταινία του Κόπολα. Το 1984 κυκλοφόρησε στα παγκόσμια σινεμά το «Κάποτε στην Αμερική».
Ο τίτλος ήταν προφανής αναφορά στο έτερο μεγάλο αριστούργημα του Λεόνε, δηλαδή το «Κάποτε στην Δύση». Όσο τομή ήταν για τα γουέστερν αυτό το τελευταίο, άλλο τόσο έπρεπε να είναι και για τις gangster movies η μια και μοναδική ενασχόλησή του με το είδος. Και μπορεί εν τέλει οι συγκρίσεις με τον «Νονό» να το αδικούν αλλά δύσκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί με σοβαρότητα πως το «Κάποτε στην Αμερική» είναι κάτι λιγότερο από μια ιστορική ταινία, ένα τοτέμ του παγκοσμίου κινηματογράφου.
Το «Κάποτε στην Αμερική» ακολουθεί την πορεία μιας παρέας εφήβων Εβραίων στα γκέτο της Νέας Υόρκης την εποχή της ποτοαπαγόρευσης —στην δεκαετία του 1920—, την επανένωσή τους μερικά χρόνια αργότερα και την ζωή ενός εξ αυτών σε μεγάλη ηλικία. Η παρέα αυτή, μπλεγμένη από νωρίς στα γρανάζια του εγκλήματος, θα ζήσει μια ζωή μέσα στην παρανομία και εν τέλει θα γίνει μια παρέα γκάνγκστερ. Η ταινία εστιάζει, κυρίως, στον χαρακτήρα του Νουντλς (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) καθώς αφηγείται τις 3 φάσεις της ζωής του. Ως έφηβο, μεσήλικα και ηλικιωμένο. Παρόλα αυτά, οι συχνές αναδρομές στον χρόνο της πλοκής επιχειρούν να χτίσουν τις δυνατές σχέσεις που δόμησε με ανθρώπους που καθόρισαν την ζωή του.
Ο Λεόνε εμπνέεται εδώ ευθέως από το μυθιστόρημα «The Hoods» του Χάρι Γκρέι, ενός πρώην γκάνγκστερ που έγινε πληροφοριοδότης της αστυνομίας, χωρίς ωστόσο να μεταφέρει αυτούσιο το βιβλίο στην οθόνη. Λεόνε και Γκρέι άλλωστε έκαναν άπειρες συζητήσεις προκειμένου ο Ιταλός σκηνοθέτης να κατανοήσει το πως αντιλαμβάνεται την κοινωνία και τις ΗΠΑ ευρύτερα ένας άνθρωπος μεγαλωμένος στην φτώχεια και την ανέχεια που αντιλαμβάνεται το έγκλημα ως μοναδική διέξοδο για να καταλήξει γκάνγκστερ.
Και εδώ ακριβώς είναι η ομορφιά του «Κάποτε στην Αμερική»: πρόκειται για μια πολύ γλυκιά ταινία κάτω από την επιφάνειά της. Αν ο «Νονός» ανέδειξε τον καπιταλιστικό κυνισμό, το μαφιόζικο έπος του Λεόνε απάντησε επικεντρώνοντας στην φτωχή κοινωνική βάση, εκείνον τον κόσμο που δημιουργεί δεσμούς βαθιάς συνύπαρξης για την παλέψει και για τον οποίο το έγκλημα δεν είναι μια μπίζνα αλλά μια αναγκαστική μέθοδος επιβίωσης. Must see για όποιον σινεφίλ δεν το έχει δει: τρέξτε άμεσα στο Netflix…