Πέρα από όλα τα άλλα τα σχετικά με το μοναδικό ταλέντο του και το σπάνιο ήθος του, ο Θανάσης Βέγγος είχε ακόμη ένα χαρακτηριστικό που τον έκανε να ξεχωρίζει. Την εμμονή να γυρίζει χωρίς κασκαντέρ διάφορες επικίνδυνες σκηνές, μόνο και μόνο για να μην θέσει σε κίνδυνο κάποιον άλλον. Ωστόσο υπήρξε μία την οποία αρνήθηκε να γυρίσει για ένα λόγο που λίγοι γνωρίζουν.
Και αυτός δεν είναι άλλος από το παρελθόν του και συγκεκριμένα την πιο σκοτεινή περίοδο, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και ολόκληρη την Ελλάδα όταν ο εθνικός διχασμός είχε θεριέψει. Τότε ήταν που εξαιτίας των οικογενειακών πολιτικών πεποιθήσεων ο νεαρός Θανάσης Βέγγος βρέθηκε ως ανεπιθύμητος στην Μακρόνησο για την στρατιωτική θητεία του. Εκεί είδε κατ’ ευφημισμό «ανθρώπους» να βασανίζουν άλλους, ενώ και ο ίδιος δεν είχε καλύτερη τύχη ως γιος κομμουνιστή και ΕΠΟΝίτη.
Όσοι τον γνώρισαν εκείνη την περίοδο περιγράφουν έναν άνθρωπο συνεχώς σκυφτό κι αμίλητο, να είναι διαρκώς σε κίνηση, μη μπορώντας να διαχειριστεί αλλιώς τα όσα έβλεπε και όσα του συνέβαιναν.
Δίχως αμφιβολία, εκείνα που ξεχωρίζουν είναι τα λόγιο του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου που βρισκόταν εκεί ως πολιτικός κρατούμενος και λέει χαρακτηριστικά: «Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. ‘’Ζήτα μια χάρη και θα την κάνουμε’’, μου είπαν. Ζήτησα να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό, έστω και χωρίς φαΐ, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν!
Τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και ξάφνου ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται, κρατώντας κάτι πασσάλους και δυο – τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο! ‘’Τι κάνεις;’’ τον ρωτάω. ‘’Θα πεθάνεις εδώ πάνω’’ απαντάει σοβαρός και συνεχίζει τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μες στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω»…
Αυτός ήταν, λοιπόν, ο Θανάσης Βέγγος, τον οποίο στιγμάτισαν εκείνες οι μέρες της Μακρόνησου. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που είχε πάθει εμμονή με την σκόνη. Συνήθιζε να τινάζει τις τσέπες του, ακόμη κι όταν δεν είχαν τίποτα μέσα, ενώ στο θέατρο άνοιγε συνέχεια τα τζάμια για να αεριστεί ο χώρος, πάντοτε σιωπηλός, δίχως να μοιράζεται ιστορίες από εκείνη την περίοδο.
Ακόμα κι όταν συνέβη ένα συγκεκριμένο περιστατικό κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Τύφλα να’ χει ο Μάρλον Μπράντο», πάλι σιωπηλά το αντιμετώπισε… Σύμφωνα με το σενάριο, υποδύεται τον Στέφανο Αυγερινό έναν ανώνυμο υπάλληλο ληξιαρχείου που τυχαίνει να είναι συνονόματος με έναν διάσημο ποιητή με τον οποίον ταξιδεύουν μαζί για τον Πόρο. Πάνω στο καράβι όλοι πιστεύουν ότι αυτός είναι ο λογοτέχνης, στο νησί τον υποδέχονται με τιμές και ο Βέγγος μας χαρίζει στιγμές άφθονου γέλιου, ακόμη κι όταν απαγγέλει το… έργο του «Ήσυχο, ήσυχο το ποταμάκι», την ώρα που ο «πραγματικός» ποιητής απολαμβάνει την ανωνυμία του.
Σε μία από τις σκηνές ο ηθοποιός Παναγιώτης Καραβασάνος του κάνει υποτίθεται μασάζ, αλλά στη συνέχεια αυτό δεν εξελίσσεται καλά και αρχίζει να τον δέρνει, πάντα σύμφωνα με το σενάριο. Όμως όταν έγινε αυτό, ο Θανάσης Βέγγος πετάχτηκε από τη θέση του σαν να τον διαπέρασε ρτεύμα, έφυγε βαδίζοντας βιαστικά με το κεφάλι χαμηλά, δίχως να μιλήσει. Όπως ακριβώς έκανε δηλαδή στην Μακρόνησο. Αν και δεν το είπε ποτέ σε κανέναν, όλοι θεώρησαν ότι ξύπνησαν οι δυσάρεστες αναμνήσεις πριν από περίπου μία δεκαετία. Μιλώντας κάποτε στο «Βήμα», ο Άγγελος Θεοδωρόπουλος ο οποίος επίσης είχε λάβει μέρος στην ταινία, είχε πει: «Εφυγε από τον χώρο χωρίς να πει τίποτε, όμως αργότερα έγινε αντιληπτό σε όλους ότι του είχαν έρθει στιγμιαία στο μυαλό αυτά που είχε περάσει στη Μακρόνησο. Ωστόσο ο ίδιος δεν είπε ποτέ κουβέντα για τη Μακρόνησο, ούτε για την πολιτική»…