Ο χρόνος είναι πανδαμάτωρ. Και φέρνει στα πράγματα αυτό που τους αξίζει, όταν κρίνει εκείνος ότι είναι η κατάλληλη στιγμή. Και στην περίπτωση του Ρένου Χαραλαμπίδη και της ταινίας Φτηνά Τσιγάρα, ο χρόνος ήταν γενναιόδωρος.
Πρόκειται για μια από τις μυθικότερες ταινίες της ελληνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Κι ας έγινε αυτή η ταινία εκτός της σκέπης της Ακαδημίας Κινηματογράφου, ως ένα προσωπικό πόνημα και άχθος του δημιουργού της και των συντελεστών της.
Είναι Αύγουστος του 1999. Η Ελλάδα είναι στον 2ο χρόνο της μετάβασης της στη νέα εποχή, την εποχή του 21ου αιώνα, όπου την περιμένουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Τότε, ένας 29χρονος ηθοποιός αποφασίζει να γυρίσει μια ιδέα που είχε.
Μια ιστορία. Δεν επιθυμούσε να έχει κάποια αρχή, μέση και τέλος. Μήπως έχει η ζωή κάτι τέτοιο; Όχι. Μόνο η ζωή του καθενός για τον καθένα μας έχει αρχή, μέση και τέλος. Αλλά αυτά τα ζούμε όλα, μόνον εμείς. Στις ζωές των άλλων μπορεί να ζήσουμε δύο από τα τρία ή ένα από τα τρία. Δεν θα ζήσουμε ποτέ και τα τρία. Ούτε οι ίδιοι μας οι γονείς, η μάνα μας η ίδια.
Και κάπως έτσι, ο Ρένος Χαραλαμπίδης έφτιαξε ένα χρονογράφημα της Αθήνας, έχοντας ως σύμμαχο τον αθεράπευτο ρομαντισμό του και έναν διακριτικό πεσιμισμό που έκανε τα Φτηνά Τσιγάρα να είναι η πιο…αισιόδοξη ταινία που έχει βγάλει το ελληνικό σινεμά τα τελευταία 30 χρόνια.
Τα Φτηνά Τσιγάρα απέτυχαν εμπορικά, συνέτριψαν τον δημιουργό τους, όπως έχει ομολογήσει ο ίδιος, αλλά ο χρόνος δεν είχε φτάσει ακόμα για να πει την τελευταία του κουβέντα. Και την λέει ανελλιπώς από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας.
Είναι κάπου στο 2016 που τα Φτηνά Τσιγάρα πήραν μια ανοδική πορεία και γέμιζαν αβέρτα θερινά σινεμά τα καλοκαίρια όπου και να προβάλλονταν. Το 1999 οι εισπράξεις ήταν αποτέλεσμα 11.000 εισιτηρίων. Το 2016, 11.000 πρέπει να ήταν τα εισιτήρια μόνο μέσα σε 2 βδομάδες.
Μια ταινία με θρυλικές ατάκες που αποτυπώνουν τον καρικατουρισμό του Νεοέλληνα, με τους Τσάκωνα-Παναγιωτίδη να είναι οι υπέρτατες εκδοχές, αλλά να τους πλαισιώνουν σε αυτό και ο Μιχάλης Ιατρόπουλος, ο Τάκης Σπυριδάκης και ο Μάνος Βακούσης.
Μια ταινία που πολλούς εξ ημών μας συνεπήρε από τη μία η αφηγηματική ευφράδεια και γοητεία του Ρένου, από την άλλη η απίστευτη ομορφιά, αλλούτερης υπαρξιακής οντότητας, της Άννας-Μαρίας Παπαχαραλάμπους. Και φυσικά, με την μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου και την απαλότητα της ύπαρξης της Έλλης Πασπαλά.
Καθαρά κινηματογραφικά, η ταινία είναι σαν ένα απαισιόδοξο La La Land. Ή, όχι απαισιόδοξο, αλλά το La La Land της τότε Αθήνας. Το Λος Άντζελες είναι το μέρος του φωτός.
Η Αθήνα στα τέλη των 90s ήταν μια Αθήνα που – δεν το ξέραμε ακόμα τότε – άφηνε πίσω όλη της την ομορφιά, όλα τα της τα νιάτα, και γινόταν μια κακιασμένη 60άρα που στέκεται στο μπαλκόνι και αποκαλεί «πουτ..ες», τις νεαρές κοπέλες που περνάνε από κάτω με κοντά φουστάνια.
Είναι η πιο ρομαντική, η πιο καλοκαιρινή ταινία που υπάρχει. Και, παρόλο που είναι για να την δεις σε θερινό σινεμά, το ότι υπάρχει στο Ertflix, σου δίνει την ευκαιρία να την απολαύσεις στο σπίτι σου. Φτιάξε όμως και λίγο ατμόσφαιρα. Βάλε ανεμιστήρα, όχι air condition. Σβήσε εντελώς τα φώτα. Κάνε κι ένα τσιγάρο.
Φτηνά Τσιγάρα. Έτσι λέγεται η ταινία. Δεν ήθελε ακαδημαϊσμούς με το Θήτα ο Χαραλαμπίδης. Άλλο τα Φθηνά, άλλο τα Φτηνά. Τα Φτηνά, η φτήνια, υποδηλώνουν έναν υποβιβασμό, μια απέχθεια. Απέχθεια στην Αθήνα που ξημέρωνε και δεδηλωμένη λατρεία σε αυτήν που έδυε.
Τα Φτηνά Τσιγάρα χρωστάνε τα πάντα στο Youtube, στην τεχνολογία. Αυτή που ο ήρωας της ταινίας θα αντιπαθούσε σφόδρα. Αυτή του έδωσε ζωή 20 χρόνια μετά.
Κι όπως φωνάζει ο Ιατρόπουλος: «Δε θέλω να γ@μήσω, θέλω ν’ αγαπήσω»!