Είναι κάποιες ιστορίες που έχει ανάγκη η ψυχή σου να τις πιστέψει, να τις κρατήσει ζωντανές και να μη δεχτεί οτιδήποτε πάει να τις μειώσει ή να τις σβήσει. Και αυτό που γίνεται με το Blind Side τα τελευταία 24ωρα, είναι ως και επώδυνο για όποιον έχει δει την ταινία.
Αν δεν έχεις πάρει χαμπάρι, να κάνουμε ένα γρήγορο catch up. Το Blind Side είναι μια ταινία του 2009 που βασίστηκε στην ιστορία του Μάικλ Όερ, ενός μαύρου που έμεινε χωρίς κηδεμονία, αφού τον πήρε η πρόνοια από τη ναρκομανή μητέρα του και έφτασε στα 17 του δίχως μέρος να κοιμηθεί, δίχως τίποτα.
Στον δρόμο του εμφανίστηκαν η Λι Αν και ο Σον Τούι, οι οποίοι είδαν μια καλοσύνη μέσα του και αισθάνθηκαν και την ανάγκη να βοηθήσουν, ώστε κατέληξαν να τον υιοθετήσουν. Τον βοήθησαν να εξελιχθεί ως μαθητής, ως αθλητής του football, ως άνθρωπος εν γένει. Και έγιναν η οικογένεια του.
Προσφάτως, ο Όερ βγήκε και υποστήριξε οτι οι Τούι δεν τον υιοθέτησαν, έγιναν οι νόμιμοι κηδεμόνες του και πως θέλησαν να τον εκμεταλλευτούν, να εκμεταλλευτούν τη φήμη που είχε στα 18 του όντας περιζήτητος από τα κολέγια για να μπει στην ομάδα τους. Στην αυτοβιογραφία του επίσης αναφέρει πως πολλά σημεία της ταινίας δεν ισχύουν.
Κατηγορεί στην ουσία τους Τούι πως άλλαξαν την ιστορία για να αναδείξουν την δική τους παρουσία και να παρουσιαστούν ως οι σωτήρες του. Η ταινία αναφέρει κάπου πως ο Όερ θα μπορούσε να είναι ένας από τους πολλούς νεαρούς μαύρους που τρώνε μια σφαίρα και πεθαίνουν στα γκέτο. Ο ίδιος το απορρίπτει.
Αποτυπώνει έναν Όερ άσχετο με το football. Κι αυτό, ο ίδιος, το απορρίπτει, λέγοντας πως γνώριζε πολύ καλά και δε χρειαζόταν τη Λι Αν Τούι να τον καθοδηγήσει.
Κάτι επίσης σημαντικό, η ταινία κυκλοφόρησε το 2009, στην πρώτη χρονιά του Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ, δηλαδή μια χώρα του white dominance που έδινε το ύψιστο αξίωμα σε έναν μαύρο. Αναλογικά, η ιστορία του Όερ ήταν ίδια.
Σε κάθε περίπτωση, έστω από την διαφορά της λευκής μας καταγωγής – αν και δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε γιατί αυτό πρέπει να γίνει κριτήριο – το Blind Side είναι μια πολύ όμορφη ταινία. Όχι συγκλονιστική. Ωραία όμως. Και η Σάντρα Μπούλοκ είναι υπέροχη στην ερμηνεία της.
Και σου αφήνει ένα αποτύπωμα πολύ όμορφο, πολύ αξιομνημόνευτο, ώστε αυτό που γίνεται τώρα, η αποδυνάμωση του συναισθήματος, είναι κάτι επώδυνο, σε πληγώνει (ζητούν από την Σάντρα Μπούλοκ μέχρι και να επιστρέψει το Όσκαρ Α’ Γυναικείου ρόλου που κέρδισε με την ερμηνεία της στη συγκεκριμένη ταινία). Κι ας μιλάμε για μια ταινία. Θες κάπου να πιστέψεις, κάπου να πιαστείς για να πάρεις δύναμη.
Ειδικά αν έχεις δει την ταινία το 2009 ή αρκετά χρόνια πίσω, η ψευδαίσθηση έχει ριζώσει και το να καλείσαι τώρα να το αναθεωρήσεις όλο αυτό, είναι ξερίζωμα, άρα πόνος.
Ίσως γι΄αυτό είναι μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη αυτή ανάμεσα σε όσους την έχουν δει παλιά και σε όσους μπορεί να τη δουν τώρα στο Netflix, τώρα που είναι έτοιμη για τα trends η ταινία. Ταινία που έχει μια σκηνοθετική κατεύθυνση, που έχει αρκετά καλό σενάριο και έναν εξέχοντα χαρακτήρα, αυτόν της Μπούλοκ.