Η απήχηση που είχε το Ghostbusters Γυναικών, έδωσε την εντύπωση στους ιδιοκτήτες του franchise πως το κοινό δεν ήθελε να δει κάτι άλλο παρά μια συνέχεια των δύο ταινιών της δεκαετίας του ’80.
Σε συνδυασμό με την ανάγκη να τιμήσουν τον Χάρολντ Ράμις που είχε πεθάνει το 2014, οι άνθρωποι της Sony κατέληξαν να φτιάξουν μια ταινία που θα επανέφερε τη τριανδρία Αϊκρόιντ-Μάρεϊ-Χάντσον και θα προσέθετε στο πλάι της τον Πολ Ραντ, τον Φιν Γούλφχαρντ, την Κάρι Κουν και τη Γκρέις ΜακΚένα.
Η εναπομείνασα τριάδα του Ghostbusters δεν θα μπορούσε σαφώς να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός franchise που έχει έναν βαθμό δράσης και απαιτεί ένα σώμα που να αντέχει, επομένως θα είχε εκ των πραγμάτων μειωμένο ρόλο ή πολλή δουλειά για τους stunt doubles.
Όλο αυτό οδήγησε το σενάριο στο να φτιάξει μια ταινία που περισσότερο έμοιαζε με εύκολο halloween movie, παρά με μια ταινία που αποτελούσε συνέχεια ή ένα άνοιγμα σε μια νέα εποχή για αυτό το θρυλικό franchise.
Το Ghostbusters: Afterlife, που ανέβηκε την Παρασκευή στο Netflix και κατέκτησε την κορυφή στις ταινίες, περνάει πάρα πολλή ώρα μέχρι να καταλάβει ο θεατής ότι είναι Ghostbusters. Όχι μόνο λόγω προσώπων, αυτό είναι αναμενόμενο να συμβεί, αλλά λόγω του στόρι και της καθυστερημένης ένταξης των τριών θρυλικών χαρακτήρων.
Υπάρχει σαφώς η σύνδεση, αφού βλέπουμε την κόρη και τα εγγόνια του Έγκον Σπένγκλερ να μετακομίζουν σε ένα αγρόκτημα σε μια περιοχή που τη συνοδεύει ένα μυστήριο. Υπάρχει έντονη σεισμική δραστηριότητα, παρά το ότι δεν βρίσκεται κοντά σε τεκτονική πλάκα και η γεωμορφολογία δεν δικαιολογεί τέτοια δραστηριότητα.
Είναι κατά βάση αυτό το σπίτι που το λένε όλοι στοιχειωμένο και συνήθως δεν το λένε άδικα, αφού πολλοί είχαν περίεργες εμπειρίες εκεί. Κάποιοι μάλιστα δεν επέζησαν αυτών των εμπειριών.
Στο Ghostbusters βέβαια, τους παιδικούς χαρακτήρες δεν δείχνει να τους σοκάρει ιδιαίτερα η εμφάνιση φαντασμάτων. Ακόμα και στον ίδιο τον Πολ Ραντ, στον χαρακτήρα του, δεν φαίνεται παράδοξο. Μέχρι και συσκευή αιχμαλωσίας φαντασμάτων έχει στην τάξη, βλέπει το φάντασμα να βγαίνει και να ξαναμπαίνει και κανείς δεν ταράζεται.
Έχει κάμποσα σημεία στα οποία «μπάζει» το σενάριο, παρά το ότι πρόκειται για μια πολύ ευχάριστη ταινία σε κάθε περίπτωση. Αλλά ως εκεί. Θα μπορούσε και να μη λέγεται Ghostbusters και να μην έχει κάποια διαφορά.
Μέχρι που έρχεται το τελευταίο 15λεπτο, όπου καταργείται η έννοια του φαντάσματος και έχουμε απλά τέρατα μυθολογικά, που βρίσκονται ως οντότητες σε ένα φάσμα μεταξύ ζωής και θανάτου. Κι εκεί, 4 παιδιά τα βάζουν μαζί τους ακολουθώντας το πλάνο και με τα όπλα που είχε φτιάξει ο Σπένγκλερ, αλλά θα πρέπει να βάλει το χεράκι της και η Ιερή Τριανδρία για να επέλθει η επικράτηση.
Το Ghostbusters: Afterlife δεν είναι από εκείνα τα sequels που φέρουν το βάρος του παρελθόντος και εξαιτίας αυτού δεν πείθουν. Αυτό το βάρος είναι το στοιχείο που τα κάνει ενδιαφέροντα. Ακόμα κι αν ήταν σούπερ καλύτερο των δύο ταινιών των 80s, θα υπήρχε πάλι η απορία αν είναι Ghostbusters ή ένα σχεδόν παιδικό horror comedy.