Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, ο Κουέντιν Ταραντίνο καταπιάστηκε με το crime σινεμά και με μια προσπάθεια να ενσωματώσει σε αυτό όλες τις μεγάλες αγάπες του από τον κινηματογράφο αλλά και -με έναν τρόπο- τις κοινωνικές του εμμονές. Από την τέταρτη ταινία του και μετά (το «Kill Bill» δηλαδή) και σταδιακά για όλες τις υπόλοιπες η έννοια της «ενσωμάτωσης» έφυγε για τα καλά από τον τρόπο που δημιουργούσε. Όλο και περισσότερο, το σινεμά του άρχισε να γίνεται ένα κολάζ από φόρους τιμής σε όσα αγαπούσε και όσα τον ενδιέφεραν, όλο και πιο απροκάλυπτα, όλο και πιο επιθετικά.
Η 8η ταινία του ήταν μάλλον η αποθέωση αυτής της απελευθέρωσης του Ταραντίνο: οργισμένος κοινωνικά, ανορθόδοξος πολιτικά, καχύποπτος όσον αφορά τις επίσημες αφηγήσεις της αμερικάνικης ιστορίας και πάνω από όλα, τεράστιος λάτρης του κλασικού σινεμά, των genres του και των auteur του, ο Ταραντίνο δημιούργησε μια μεγάλη χύτρα στην οποία πέταξε μέσα όλες τις εμμονές του και το αποτέλεσμα ήταν ένα τρίωρο, κόφτερο σαν ξυράφι και πέρα για πέρα σατιρικό έπος που το βλέπεις και δεν καταλαβαίνεις πότε περνάει η ώρα.
Οι «Μισητοί Οκτώ» είναι ένας ταυτόχρονος φόρος τιμής στο «8 1/2» του Φελίνι (οι τίτλοι αρχής της 8ης ταινίας του Ταραντίνο είναι ένα γράμμα λατρείας στην αντίστοιχου αριθμού ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη), στα γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε (ο Μορικόνε άλλωστε είναι ο υπεύθυνος για τη μουσική των «Μισητών Οκτώ») και με έναν παράδοξο τρόπο και στο «The Thing», το κλειστοφοβικό καλτ Sci Fi του Κάρπεντερ με τον Κερτ Ράσελ, που εδώ συμπρωταγωνιστεί ουσιαστικά με τον Σάμιουελ Τζάκσον παίζοντας τον ρόλο της «γέφυρας» με την εν λόγω ταινία και το τρίωρο έπος του Ταραντίνο.
Ταυτόχρονα, οι «Μισητοί Οκτώ» είναι ένα περήφανο, υψωμένο μεσαίο δάχτυλο στις επίσημες αφηγήσεις της αμερικάνικης ιστορίας αναφορικά με την σκλαβιά των μαύρων και τις υποτιθέμενες ίσες ευκαιρίες που προωθεί το αμερικάνικο όνειρο. Ό,τι δηλαδή αποτελούσαν με υπόγειο τρόπο και τα γουέστερν των 60s χωρίς ωστόσο την διακριτικότητα των τότε δημιουργών τους αλλά με το ασέβαστο πάθος του Ταραντίνο που δεν ενδιαφέρεται να μιλήσει χαμηλόφωνα και αλληγορικά αλλά να τα χώσει με αδιαλλαξία και δίχως αύριο στην κυρίαρχη οπτική των πραγμάτων στις ΗΠΑ.
Στους «Μισητούς Οκτώ», ένας κυνηγός επικηρυγμένων (ο Κέρτ Ράσελ) με το ψευδώνυμο «Κρεμάλας», έχει συλλάβει μία επικηρυγμένη (την Τζένιφερ Τζέισον Λι) και μέσα σε ένα χιονισμένο τοπίο την μεταφέρει στον τόπο όπου πρέπει να παραδοθεί. Στον δρόμο τους θα συναντήσουν έναν δεύτερο κυνηγό (τον Σάμιουελ Τζάκσον), ο οποίος τους ζητά να τον μεταφέρουν στην πλησιέστερη πόλη για να παραδώσει τους δικούς του επικηρυγμένους. Οι δικοί του βέβαια είναι ήδη νεκροί.
Εν συνεχεία, το ensemble θα συνεχίσει να συγκροτείται από ένα τρίτο άτομο, τον νέο Σερίφη της πόλης στην οποία κατευθύνονται (Γουόλτον Γκόγκινς). Οι τέσσερις αρχικοί ήρωες θα βρεθούν μέσα σε μια καλύβα με άλλους τέσσερις προκειμένου να βρουν εκεί στέγη για το βράδυ: έναν δήμιο (τον Τιμ Ροθ), έναν λιγομίλητο, στερεοτυπικό καουμπόι (τον Μάικλ Μάντσεν), έναν στρατηγό των Νοτίων (τον Μπρους Ντερν) και τον Μεξικανό υπάλληλο του πανδοχείου (Ντεμιάν Μπισίρ).
Καθώς η χιονοθύελλα μαίνεται μανιασμένη έξω, οι οκτώ μισητοί τύποι που έχει μαζέψει ο Ταραντίνο, όλοι τους κακοί και αδίστακτοι, όλοι τους σαπισμένες όψεις του αμερικάνικου ονείρου, θα πρέπει να περάσουν τη βραδιά παρέα και ανεχθούν ο ένας τον άλλο. Μόνο που αυτό δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο, έστω και αν πρόκειται για λίγες ώρες. Το αιματοκύλισμα και μια συνθήκη όλοι εναντίον όλων, ακροβατούν επικίνδυνα πάνω από τους ανθρώπους-σύμβολα που ο Ταραντίνο έχει στριμώξει μέσα σε τέσσερις ξύλινους τοίχους.
Η ταινία υπάρχει στο Netflix και οι τρεις ώρες της θα τρέξουν σαν νεράκι πριν το καταλάβεις αν αποφασίσεις να πατήσεις το play…