Ο Μελ Γκίμπσον έχει ακολουθήσει μια πολύ ιδιαίτερη διαδρομή στα δρώμενα του Χόλιγουντ και έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια πιο απομακρυσμένος κι από τους πιο περίεργους σκηνοθέτες τύπου Τζιμ Τζάρμους.
Τελευταία φορά που θυμόμαστε να τον βλέπουμε σε μεγάλες μαζώξεις, ήταν όταν είχε σκηνοθετήσει την ταινία Hacksaw Ridge το 2016. Εκείνη τη χρονιά, εκτός αυτής της ταινίας, είχε πρωταγωνιστήσει σε ένα από τα γνωστά του action films, αλλά, πιθανώς, το καλύτερό του.
Το Blood Father είναι από τις πολύ καλές ταινίες του είδους της περασμένης δεκαετίας και πλήρως αδικημένη, αφού λίγοι την θυμούνται, λίγοι την έχουν επιβραβεύσει για το τελικό της αποτέλεσμα.
Σε αυτό ίσως να φταίει και η μικρή τότε Έριν Μοριάρτι και στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εμφανίζει πλήρως την απειρία της, η οποία μεγεθύνεται στο πλάι του οδοστρωτήρα Μελ Γκίμπσον.
Ο Μελ υποδύεται τον Τζον Λινκ, έναν πρώην φυλακόβιο που έχει ξεκινήσει μια νέα ζωή, ζει σε ένα trailer, δουλεύει ως τατουατζής και προσπαθεί να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ. Έχει δύο χρόνια χωρίς, πηγαίνει σε συναντήσεις και δείχνει να αφήνει πίσω το τραύμα που του άφησε η θητεία του στον στρατό.
Η κόρη του, Λίντια, του τηλεφωνεί μετά από χρόνια κι ενώ η σχέση τους δεν υπήρχε ουσιαστικά, και ζητάει τη βοήθεια του. Η ίδια είναι μπλεγμένη άσχημα, αφού σκότωσε κατά λάθος τον σύντροφό της, ο οποίος όμως ήταν γιος ηγέτη καρτέλ ναρκωτικών και στο κατόπι της τρέχει όλο το παρακλάδι του καρτέλ που δραστηριοποιείται στο Τέξας και ο μπαμπάς καλείται να την σώσει.
Ο Τζον όμως δεν ξέρει τι ακριβώς ήταν ο άντρας που σκότωσε, ούτε κι η ίδια ήξερε. Όσο προσπαθεί να την κρατήσει ζωντανή, κι αφού το τροχόσπιτό του γίνεται σουρωτήρι και αναγκάζεται να φύγει από κει, ψάχνει από τις άκρες του στη φυλακή να μάθει όσα μπορεί για το καρτέλ.
Τελικά, τίποτα δεν ήταν όπως νόμιζαν και αυτός που είχαν για νεκρό, είχε στήσει μια κομπίνα και εμφανίζεται ξανά.
Κι εκεί, ο Τζον θα πρέπει να δώσει την τελική μάχη γνωρίζοντας πως η ζωή του μετά από τόσα χρόνια στη φυλακή, ίσως να μην αξίζει για τον ίδιο και να πρέπει να θυσιαστεί για να προσφέρει στην κόρη του μια ευκαιρία να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της «κληρονομικότητας».
Αφήνοντας στην άκρη το πόσο γυμνασμένος είναι ο Μελ Γκίμπσον και μας κάνει να νιώθουμε τέρμα λαπάδες (αλλά όσο αυτός γυμνάζεται, εμείς τρώμε 3.5 τοστ και 5 κουλούρια για βράδυ), το Blood Brother δεν είναι αυτό το ως και υπερβολικό one vs all που βλέπουμε σε άλλες action ταινίες. Ο Γκίμπσον δεν είναι ο ανίκητος που σκοτώνει στρατιές.
Με κλεφτοπόλεμο προσπαθεί να κερδίσει χρόνο και φτάνει στην τελική μάχη απέναντι σε 5 Μεξικανούς χρησιμοποιώντας την ευφυΐα του και όσα έμαθε ως στρατιώτης. Η ταινία δεν έχει τόσο μεγάλο σασπένς γιατί στην τελική σεκάνς όλα γίνονται γρήγορα, αλλά είναι πολύ ικανοποιητική.