Για να μπορείς να είσαι δίκαιος απέναντι σε όλα, οφείλεις να τα κρίνεις με βάση αυτό που φτιάχτηκαν να κάνουν και όχι με βάση αυτό που εσύ θα ήθελες. Υπό αυτή τη σκοπιά, η Famagusta, η νέα σειρά του MEGA, θα μπορούσε να θεωρηθεί καλή.
Θα μπορούσε, αλλά η πρεμιέρα της δεν μας έπεισε πως είναι τέτοια και σε αυτό φταίει ότι ενώ θα ήταν μια σειρά μνήμης για τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ότι θα ήταν μια σειρά που θα κινείτο γύρω από το στόρι της επιστροφής στην οικογένεια ενός άντρα, ο οποίος 50 χρόνια πριν απήχθη και κατέληξε σε χέρια Βρετανών για να μεγαλώσει ως υιοθετημένος, τελικά αλλοιώθηκε επί τα χείρω από ακόμα μια κλισέ δραματουργία.
Οκ, δεν περιμέναμε ο Ανδρέας Γεωργίου να κάνει κάτι συνταρακτικό. Έχουμε δει και Μπρούσκο, και Τατουάζ, και Γη της Ελιάς, είναι ο μετρ της σαπουνόπερας και είναι ένα είδος που εμάς μας απωθεί. Σε όποιον αρέσει μπράβο του, εμάς απέχει από τα γούστα μας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είμαστε ή νιώθουμε ανώτεροι. Είναι απλά διαφορά γούστου και τίποτα περισσότερο.
Από τα γούστα στη Famagusta λοιπόν, που στην προβολή των πρώτων δύο επεισοδίων της, είχαμε μερικές ικανοποιητικές και πολύ έντονες συναισθηματικά σκηνές, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται ως απογοητευτικό.
Για κάθε καλή στιγμή, υπήρχαν δύο αδιάφορες και ενοχλητικές. Κι αν δεν υπήρχε η Δέσποινα Μπεμπεδέλη και οι δύο σκηνές που θύμισαν κάτι από Πολίτικη Κουζίνα, το πιθανότερο ήταν πως δε θα είχαμε και τι να γράψουμε για αυτή τη σειρά. Γιατί και να γράφεις μόνο αρνητικά, δεν οδηγεί και κάπου, μοιάζεις ζηλόφθων.
Ας πούμε λοιπόν τα καλά. Η αλήθεια είναι πως η Famagusta, στα δικά μας μάτια, είναι μια αναβάθμιση στο storytelling του Ανδρέα Γεωργίου. Σε σχέση δηλαδή με όλα τα άλλα που έχει κάνει, αυτή τη σειρά αντέξαμε και την είδαμε.
Και η προσωπική του εμπλοκή, επειδή είναι Κύπριος και έχει ακούσει πολλές ιστορίες που ήταν κοντά του χρονικά, έχει περάσε και αρκετές φορές στα σύνορα για να κοιτάζει τα κατεχόμενα, του επέτρεψαν να έχει μια καλή μουσική επένδυση και να προσφέρει πολύ καλές εξωλεκτικές σκηνές.
Με εξαίρεση τη σεκάνς της αφήγησης της Μπεμπεδέλη που λέει ότι είναι 27 χρονών γιατί για κείνη ο χρόνος σταμάτησε στο 1974, όταν είδε για πρώτη φορά να σκοτώνουν άνθρωπο και ξεριζώθηκε, οποιαδήποτε άλλη σκηνή με διαλογικά σημεία, είναι για να φύγει ωσάν τον ανέμο. Επιπλέον, μας φαίνεται ότι αποδυναμώνεται το δυνατό όπλο που ακούει στο όνομα «Μπέζος».
Μας άρεσε επίσης που, αν και δεν είμαστε Κύπριοι, ούτε έχουμε ακούσει ποτέ ιστορίες από κοντινά μας πρόσωπα, ούτε γεννηθήκαμε κοντά χρονικά στο 1974, μπορέσαμε να νιώσουμε ένα δέος από τη δύναμη της μνήμης. Είχε ντοκιμαντερίστικη γεύση αυτό που είδαμε σε 2-3 σκηνές. Τα flashbacks της μνήμης του ρόλου της Καράντη αποδίδονται πάρα πολύ καλά. Η μουσική κάνει όλη τη δουλειά στο σφίξιμο στο στομάχι που πιάνει.
Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, πάντοτε με βάση τα δικά μας κριτήρια, θέλουν αρκετή δουλειά για να γίνουν αξιόλογη και αξιοπρόσεκτη αφήγηση. Δεν καταλάβαμε επίσης γιατί έπρεπε να χωθεί σε μια τέτοια ιστορία μια ακόμα περίπτωση γυναικοκτονίας. Όπως και να εξελιχθεί αυτό το storyline, ουσιαστικά δεν πρόκειται να προσφέρει στο όλο στόρι.
Αυτά είναι τα πρώτα συμπεράσματα από το Famagusta που, ελπίζουμε, να καλυτερεύει για να γίνει έστω καλούτσικο.
Πάνω απ’ ‘ολα βέβαια, ελπίζουμε να επισπευθεί η διαδικασία κατανόησης της τηλεόρασης πως σειρές όπως οι Σέρρες, το Milky Way, το Σώσε Με και το Maestro θα μας πάνε μπροστά.