Υπάρχει μια κινηματογραφική θεωρία που λέει πως οι σημαντικοί δημιουργοί πρέπει να έχουν πάντα «στην τσίτα» το κοινό τους. Να πηγαίνεις δηλαδή στο σινεμά να δεις την νέα ταινία τους και να μην είσαι σίγουρος αν θα σου αρέσει αυτό που έχει κατεβάσει στο μυαλό του ή όχι. Μπορεί ένα σωρό διαχρονικοί σκηνοθέτες να έχουν γίνει αγαπητοί στο κοινό τους μέσω της αντίθετης μεθόδου, μέσω δηλαδή της εγγύησης πως αν πας να δεις νέα ταινία τους είναι δεδομένο πως θα περάσεις καλά, ωστόσο οι σημαντικοί δημιουργοί δεν έχουν ποτέ εγγυήσεις.
Αυτό είναι ο Γιώργος Λάνθιμος. Ένας σκηνοθέτης που με κάθε νέα του ταινία καταφέρνει να δημιουργεί νέα στρατόπεδα φίλων και εχθρών. Εκεί που η προηγούμενη ταινία του μπορεί να σου άρεσε και να διαφωνούσες με φανατισμό με όσους «δεν την κατάλαβαν», για πλάκα περνάς στην αντίπερα όχθη με την ακριβώς επόμενη δημιουργία του και καταλήγεις να τον αντιλαμβάνεσαι με «περιόδους», οι οποίες ωστόσο είναι χωρισμένες με αμιγώς προσωπικά κριτήρια.
Αντίστοιχη φασαρία και διχογνωμία θα σηκώσει και η νέα του ταινία, το «Ιστορίες Καλοσύνης» και αυτό είναι δεδομένο. Δεν έχουν προλάβει ακόμα να στεγνώσουν τα μελάνια από τους τόνους που γράφτηκαν για το «Poor Things» και ο πιο διάσημος Έλληνας σκηνοθέτης επιστρέφει και πάλι. Μάλιστα, αυτή τη φορά επιστρέφει μαζί του στο σενάριο και ο Ευθύμης Φιλίππου, ο σεναριογράφος με τον οποίο έφτιαξε τις καλύτερες ταινίες του κατά πολλούς.
Το τι εντυπώσεις θα αφήσουν οι «Ιστορίες Καλοσύνης» και το κατά πόσο θα αφήσουν ικανοποιημένους τους οπαδούς του «Poor Things» είναι κάτι που θα φανεί το επόμενο διάστημα: είναι πολύ νωρίς για να κρίνουμε και εδώ που τα λέμε, η τελευταία ταινία του Λάνθιμου ίσως και να μην σηκώσει τόση φασαρία αφού πόσες φορές μπορεί να σηκώσει φασαρία ο ίδιος δημιουργός μέσα σε λίγους μήνες.
Σε κάθε περίπτωση, επειδή κάθε φορά που το όνομά του επανέρχεται στην επικαιρότητα υπάρχει και μια τάση ο κόσμος να επιστρέφει στο παρελθόν του μπας και τον κατανοήσει καλύτερα, εμείς οφείλουμε να το πούμε: πολύ δύσκολα ο Λάνθιμος θα ξαναγυρίσει τόσο μεγάλη και σημαντική ταινία όσο εκείνη που μας παρουσίασε το 2015, μόλις στην πρώτη του αγγλόφωνη προσπάθεια. Ο λόγος φυσικά για τον «Αστακό».
Υπό μια έννοια, ο «Αστακός» είναι η πιο «λανθιμική» ταινία που γύρισε ποτέ ο Λάνθιμος, συνεπώς μάλλον το απόλυτο αριστούργημα του. Είναι η εποχή που ο Λάνθιμος παραμένει «weird», σαν το ρεύμα που έχτισε, αλλά απελευθερωμένος δημιουργικά μιας και βρίσκεται στο αμερικάνικο περιβάλλον κινηματογραφικής παραγωγής και όχι στο περιορισμένο ελληνικό. Ταυτόχρονα όμως, δεν είναι ακόμα χολιγουντιανός ή οσκαρικός, έχει ακόμα το μάτι που γυαλίζει στην οπτική του: η τέλεια αυτή ισορροπία δεν θα μπορούσε να βγάλει καλύτερο αποτέλεσμα.
Σκοτεινό και ταυτόχρονα αισιόδοξο, weird και ταυτόχρονα ανθρώπινο, γεμάτο συμβολισμούς και αλληγορίες αλλά τόσο προσγειωμένο, παραμύθι και ιστορία επιστημονικής φαντασίας, ερωτικό στόρι και ωδή στον υπαρξισμό: ο «Αστακός» είναι όχι απλά η καλύτερη ταινία του Λάνθιμου αλλά και μια από τις σημαντικότερες ταινίες της προηγούμενες ταινίες της προηγούμενης δεκαετίας. Αν η καινούρια του σου αρέσει και σου ανοίξει την όρεξη, γύρνα στον «Αστακό». Αλλά και αν η καινούρια του σε απογοητεύσει κατέφυγε πάλι στον «Αστακό». Είναι win-win, δεδομένο πως θα σε αφήσει με ανοιχτό το στόμα αυτό το αριστούργημα.