Σε 6 μέρες αντίο: Έχει τέτοια ταινιάρα το Netflix και δεν θα τη δεις πριν βγει απ’ την πλατφόρμα;

Σε 6 μέρες αντίο: Έχει τέτοια ταινιάρα το Netflix και δεν θα τη δεις πριν βγει απ’ την πλατφόρμα;

Αν δεν την έχεις δει μέχρι τώρα, βάλτην άμεσα στο πρόγραμμά σου

Δεν είναι όλες οι επενδύσεις επικερδείς και το Netflix έχει τη δυνατότητα να αγοράζει τίτλους για την ταινιοθήκη του και να τους αποσύρει με σχετική ευκολία, βλέποντας πως δεν τραβάνε και δε συμφέρει να ανανεωθεί η εξαγορά των δικαιωμάτων των ταινιών.

Σε αρκετές περιπτώσεις, η συνεργασία του Netflix με μια εταιρεία παραγωγής ή με έναν ηθοποιό ή σκηνοθέτη, που συνήθως είναι και παραγωγός, φέρνει πακέτο και παρελθοντικές ταινίες. Έτσι, στο πλαίσιο του Don’t Look Up του Άνταμ ΜακΚέι, το Netflix είχε βάλει στην πλατφόρμα του το The Big Short, ταινία με την οποία ο ΜακΚέι είχε πάει στα Όσκαρ το 2016.

Η ταινία αυτή ήταν ένα από τα λεγόμενα talks of the town πίσω στο 2015, όταν και κυκλοφόρησε, τόσο λόγω ιστορίας όσο και λόγω καστ.

Από τη μία μια πολύ κατατοπιστική διείσδυση στο χρηματιστηριακό σύστημα των ΗΠΑ, που οδήγησε και στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, κι από την άλλη οι Κρίστιαν Μπέιλ-Μπραντ Πιτ-Ράιαν Γκόσλινγκ-Στιβ Καρέλ να συνιστούν ένα πρωταγωνιστικό καρέ που σου ασκεί έλξη ισοδύναμη με αυτή που ασκεί ένας πλανήτης στον δορυφόρο του.

Στο The Big Short βρισκόμαστε κάπου στο 2005, όταν ένας επικεφαλής ενός hedge fund, αντιλαμβάνεται πως στην αγορά κατοικιών υπάρχει ένα σφάλμα που το 2007 θα την οδηγήσει σε κατάρρευση, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τις τράπεζες που έχουν δώσει δάνεια κτλ., και κάνει μια κίνηση που λέγεται το Μεγάλο Σορτάρισμα.

Δημιουργεί τα λεγόμενα CDS (Credit Default Swap), που είναι, όπως τα πάντα στον καπιταλισμό, μια φούσκα, μια αγοραπωλησία ρίσκου. Ένας δηλαδή έχει στα χέρια του ένα κεφάλαιο σε μορφή credits, και πουλάει μια ιδέα σε έναν άλλον, ότι αυτά τα credits μπορεί να αυξήσουν την επένδυσή του αν τα αγοράσει, αλλά μπορεί και να την εξαφανίσουν.

Είναι σαν τη γάτα του Σρέντιγκερ. Κάποιος αγοράζει το ρίσκο, παίρνει μια μικρή αποζημίωση για ένα διάστημα από αυτόν που δάνεισε, στην ουσία, το ρίσκο, και ελπίζει να μη σκάσει στα χέρια του η βόμβα.

Ο Κρίστιαν Μπέιλ στον ρόλο του Μάικλ Μπέρι, ενός επικεφαλής, είναι ο κεντρικός ήρωας, αυτός που εφευρίσκει τα CDS, ο οποίος πείθει αγοραστές πως θα υπάρξει πτώση των τιμών στην αγορά σπιτιού στα επόμενα χρόνια, με την κατάρρευση της συγκεκριμένης αγοράς.

Ποντάρει στην ουσία αντίθετα στην ευημερία του κλάδου, σορτάρει, και, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι των επενδυτών τον κατηγορούν πως σπαταλάει το κεφάλαιό τους και κάποιοι αποχωρούν από το επενδυτικό σχήμα, όσοι μένουν όμως καταλήγουν με επιστροφή της αρχικής τους επένδυσης στο πολλαπλάσιο.

Το μεγάλο σορτάρισμα είναι αυτό, όταν δηλαδή κάποιος επενδυτής αποφασίζει να πουλήσει κάποιες μετοχές σε ένα σχετικά ανοδικό σημείο, πιστεύοντας ότι σύντομα η τιμή της κάθε μετοχής θα έχει πτώση. Κι ενώ αρκετοί αγοράζουν τις μετοχές πιστεύοντας πως θα ανέβουν κι άλλο, γιατί αυτό δείχνει η τάση, κάποιοι περιμένουν σαν τα όρνεα τα πτώματα.

Η ταινία έχει μεν πολλούς οικονομικούς και χρηματιστηριακούς όρους, θέλει σίγουρα ένα background αντίληψης για να την δεις, αλλά είναι από τις σχετικά κατατοπιστικές πάνω στο ζήτημα, ειδικά αυτό της κρίσης που επήλθε στη στέγαση στις ΗΠΑ το 2007, ως ένα κομμάτι της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Αφηγείται όμως την κατάρρευση, κυρίως από την πλευρά αυτών που είχαν ποντάρει σε αυτό, των κερδισμένων.

Η ερμηνεία του Κρίστιαν Μπέιλ είναι το σμαράγδι στο στέμμα των πολύ καλών ερμηνειών, η ταινία έχει έναν χαρακτήρα μαύρης κωμωδίας και έχει σίγουρα τεράστιο ενδιαφέρον πως την βλέπει κάποιος με αυτή την απόσταση των 16 ετών πια.

Όταν κυκλοφόρησε, το 2015, δεν είχαμε αφήσει ακόμα τα απόνερα της κρίσης. Τώρα, η οπτική είναι με μεγαλύτερη απόσταση και δεν είναι τόσο μαύρα, αλλά σίγουρα πιο κωμικά. Ή και όχι, αν έχεις μέσα σου αυτό που είχε ο ρόλος του Μπέιλ.

Μέχρι τις 9 Ιουνίου που θα βρίσκεται στο Netflix, μπορείς να κάνεις μια επανάληψη και να συγκρίνεις πώς εξέλαβες αυτό που είδες τώρα σε σχέση με την πρώτη φορά αν την έχεις ξαναδεί. Ή, αν δεν την έχεις ξαναδεί, να το συζητήσεις με κάποιο άτομο που την είχε δει μόνο τότε.